Αγγειοπλάστης . Η αγγειοπλαστική είναι μια από τις αρχαιότερες τέχνες που αναπτύχθηκαν στη χώρα μας και ιδιαίτερα στην Κρήτη, το επάγγελμα δε του αγγειοπλάστη ασκούνταν κυρίως σε περιοχές, όπου υπήρχε το κατάλληλο χώμα αγγειοπλαστικής και όπου υπήρχε τεχνική αγγειοπλαστική παράδοση. Τέτοιες περιοχές ήταν ορισμένα χωριά της επαρχίας Ιεραπέτρας και Πεδιάδας και προ πάντων στο χωριό Θραψανό Πεδιάδας Ηρακλείου, όπου όλοι οι κάτοικοι άντρες, γυναίκες και παιδιά ασχολούνταν με την αγγειοπλαστική από πάρα πολύ παλιά χρόνια. Ιδιαίτερα τα Κρητικά πιθάρια είναι γνωστά από τους Μινωικούς χρόνους η τεχνική των οποίων μεταβιβάζεται από τους γονείς στα παιδιά που παίζοντας από μικρά μαθαίνουν να πλάθουν και να σχεδιάζουν πιθάρια και κάθε άλλου είδους αγγεία ώστε να εξελίσσονται σε θαυμαστούς δεξιοτέχνες της επεξεργασίας του πηλού.
Οι αγγειοπλάστες κατασκεύαζαν όλα εκείνα τα πήλινα χρηστικά αντικείμενα για την κάλυψη των αναγκών των κατοίκων της υπαίθρου και των πόλεων που απαιτούσε η οικιακή χρήση. Ενδεικτικά, μερικά από τα αντικείμενα αυτά ήταν τα πήλινα πιάτα, τα ταψιά, τα τσικάλια, η στάμνα, το σταμνί, το λαΐνι, ο κουνενός, το κουτούτο, ο μαστραπάς, το κιούπι, η λεκανίδα, το μίστατο, το λαδικό, τα πιθάρια (λαδοπίθαρο, κρασσοπίθαρο, πιθάρι σιτηρών, καρπών, ψωμιού, μελοπίθαρο κ.α.)
Τα αντικείμενα αυτά χρησιμοποιούνταν για τις ανάγκες εστίασης, για την αποθήκευση προϊόντων όπως του κρασιού της τσικουδιάς, του λαδιού, του μελιού, του νερού, της γλίνας, του ντοματοπελτέ, των οσπρίων αλλά και για την ικανοποίηση άλλων αναγκών των νοικοκυριών
Ως πρώτη ύλη οι αγγειοπλάστες χρησιμοποιούν το «χώμα» δηλαδή όλα τα είδη των αργίλων μεμονωμένα ή σε μείγμα γιά τη δημιουργία των ειδών της Κεραμικής και Αγγειοπλαστικής τέχνης. Τα είδη των υλικών που χρησιμοποιούνται σήμερα με βασικές ιδιότητες την ελαστικότητα και την υδραυλική τους ιδιότητα, είναι η λεπίδα με γκρι-μπλε ή βαθύ καφεκόκκινο χρώμα, το κόκκινο χώμα που είναι κόκκινος άργιλος με λεπτούς κόκκους και που απορροφά εύκολα και ομοιόμορφα τό νερό, το πιθαρόχωμα που χρησιμοποιείται μόνο στο Θραψανό και έχει ανοιχτό κόκκινο χρώμα, και τέλος τον άργιλο που ονομάζουν στην Κρήτη Κουμουλιά που έχει συνήθως κιτρινωπό χρώμα και θεωρείται καλής ποιότητας.
Μετά την εξόρυξη του καταλλήλου χώματος ακολουθούν οι επόμενες εργασίες:
Το σπάσιμο των βώλων, το κοσκίνισμα, η υγροποίηση και η επεξεργασία του πηλού ο οποίος με την εμπειρία του αγγειοπλάστη και την συμβολή των χεριών και των ματιών του μετατρέπεται με την ίδια σχεδόν μέθοδο από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, σε όμορφα και χρήσιμα αντικείμενα.
Απαραίτητα εργαλεία για την κατασκευή των πιθαριών και των λοιπών σκευών είναι ο τροχός, το σφουγγάρι, και το χτένι. Ο παραδοσιακός ποδοκίνητος τροχός και το τροχί όπου κατασκευάζονται τα πιθάρια, αποτελούνται από ξύλο. Ο τροχός αποτελείται από το αρδάχτι, το πλιθί, το σκαμνί, τη κεφαλαριά, το διαζύλι, και το κολοσάνιδο. Το αρδάχτι είναι ο άξονας περιστροφής του τροχού, ενώ το πλιθί μια επίπεδη πέτρα στρωμένη στο έδαφος, στο κέντρο της οποίας δημιουργείται μια εσοχή όπου περιστρέφεται το ένα άκρο του αρδαχτιού. Το σκαμνί είναι ένας ξύλινος δίσκος που περιστρέφει ο αγγειοπλάστης με το πόδι του δίνοντας έτσι την κίνηση σ' όλον τον τροχό, ενώ κεφαλαρά είναι ο δίσκος τον τροχού πάνω στον οποίο κατασκευάζονται τα αγγεία. Το διαζύλι, τέλος είναι μια σανίδα μέσα από την οποία περνά και στηρίζεται κάθετα το αρδάχτι, ενώ το κολοσάνιδο χρησιμεύει για να κάθεται ο δημιουργός αγγειοπλάστης την ώρα της εργασίας του.
Αγωγιάτης. Τα παλιά τα χρόνια που δεν υπήρχαν τα αυτοκίνητα, οι μετακινήσεις ήταν δύσκολες αφού και μια απόσταση μικρή για τα σημερινά δεδομένα, π.χ. για να πάμε από το χωριό στο Αιτωλικό που είναι 9 χιλιόμετρα, φαινόταν πολύ μεγάλη. Έπρεπε οι άνθρωποι να πάνε με τα πόδια ή με τα γαϊδούρια και τα μουλάρια. Έτσι έχαναν πολύ χρόνο αλλά και κουραζόταν. Σκεφτείτε τώρα τις δυσκολίες που είχαν για να μεταφέρουν τα προϊόντα τους. Γι αυτό υπήρχαν κάποιοι που έκαναν το επάγγελμα του αγωγιάτη. Χρησιμοποιώντας τα μουλάρια ή τα γαϊδούρια τους δεν έκαναν άλλη δουλειά παρά μόνο το καθημερινό δρομολόγιο από το χωριό μας σε άλλα χωριά κουβαλώντας ανθρώπους και εμπορεύματα.
Αλετράς Κατασκεύαζε ξύλινα ή σιδερένια άροτρα για το όργωμα των χωραφιών. [Ο γεωργός είχε αρκετά σύνεργα, που τα έφτιαχνε μόνος του από ξύλα της περιοχής εκτός απ' τα σιδερένια, που κατέφευγε στο σιδερά. Τα ξύλα που χρησιμοποιούσαν ήταν συνήθως από πλατάνια. Σύνεργα της σποράς ήταν: Το ξύλινο αλέτρι, που συνήθως το κατασκεύζε ο ίδιος ο γεωργός, αν και υπήρχαν οι αλετράδες μαστόροι. (Αυτό αποτελείται από το κάτω χοντρό ξύλο, το "κουντούρι" ή αλετροπόδα, το "υνί" ή παπουτσούνο που στηρίζεται μπροστά του (και λεγόταν έτσι γιατί φοριόταν σαν παπούτσι στην αλετροπόδα του αλετριού). Πίσω από το "υνί" είναι το "παράβολο" για να στρώνει το χώμα και στη μέση είναι η "σπάθα". Πιο πίσω, προς το τέλος είναι το "σταβάρι". μακρύ ξύλο καμπυλωτό που περνάει απ' τη "σπάθα", όπου μπορεί ν' ανεβοκατεβαίνει, στηριζόμενο στο "κουντούρι" με "σφήνα". Το πίσω μέρος είναι η "κοντονουρά" (η χειρολαβή). Το αλέτρι όλο στηρίζεται στο “ζυγό”, που ήταν μπροστά στο λαιμό, στηριγμένος με τις "ζεύλες"). Άλλα σύνεργα του γεωργού, που έφτιαχναν οι σιδεράδες, ήταν: οι κασμάδες, αξίνες με το ένα μέρος στενό και το φαρδύτερο για να σκάβουν (ανάλογα με το σχήμα τους είχαν διάφορα ονόματα, όπως: τσαπιά, τσάπες, τσάπες δίκοπες, σκαλιστήρια). Η σβάρνα, φτιαγμένη από ξύλα, σε σχήμα τετραγώνου ή ορθογωνίου, που δόνονταν πίσω από τα ζώα για να στρώσουν το χώμα μετά ο όργωμα. Ακόμα για το θερισμό είχαν τα δρεπάνια και στο αλώνισμα το καρπόφτυαρο, το καρπολόι και το δικούλι, (όλα ξύλινα), το κόσκινο και το ριμόνι (δριμόνι). Για τ' αμπέλια είχαν το κλαδευτήρι, την ψαλίδα, το πριόνι, τα τσαπιά, το σκαλιστήρι, τη μηχανή για το ράντισμα, το φυσερό για το θειάφισμα και τους κόφτες για τον τρύγο. Τέλος, για άλλες μικροδουλειές είχαν το τσεκούρι την τανάλια το φτυάρι το σφυρί το σκερπάνι].
Αλμπάνης (από το τουρκικού nalbant, αλμπάνης = πεταλωτής): Τα πέταλα ήταν κάτι σαν σιδερένια παπούτσια που τοποθετούσαν στις οπλές των αλόγων, για να μη φθαρούν και για να διατηρούν τα ζώα την ευστάθειά τους κατά τις μεταφορές, ώστε να μην γλιστράνε. (Εξάλλου, μέχρι τη δεκαετία του '60 όλες σχεδόν οι μετακινήσεις, εργασίες κλπ. γίνονταν με ζώα). Το πετάλωμα ή καλίγωμα, από τον αυτοδίδακτο πεταλωτή, γίνονταν κάθε τρεις ή έξι μήνες. Έδενε το ζώο και με την τανάλια έβγαζε τα παλιά πέταλα, έκοβε με το μαχαίρι το νύχι που περίσσευε και το καθάριζε. Ζέσταινε τα πέταλα και τα κάρφωνε προσέχοντας ώστε το καρφί να μπει στο ξερό μέρος του ποδιού για να μην πληγωθεί το ζώο. Τα καρφιά αυτά είχαν μεγάλο κεφάλι έτσι ώστε να προεξέχουν από την πατούσα του ζώου και να μη γλιστράει. Τα πέταλα ήταν σε διάφορα μεγέθη και τα κατασκεύαζαν από σίδερο. Το πετάλωμα γινόταν και στα τέσσερα πόδια του ζώου. Τα πέταλα ήταν σιδερένια και κατασκευάζονταν χειροποίητα στο αμόνι, ενώ οι τεχνίτες που τα έφτιαχναν αναλάμβαναν ταυτόχρονα και το πετάλωμα των ζώων, που απαιτούσε μεγάλη εμπειρία και δεξιοτεχνία. Οι πεταλωτές συχνά ασκούσαν παράλληλα και το επάγγελμα του σιδερά, ενώ κάποιοι από αυτούς ήταν και πρακτικοί "κτηνίατροι" ή αναλάμβαναν και τον ευνουχισμό (μουνούχισμα) των ζώων.
Αχθοφόρος (χαμάλης) Αυτός έκανε παλιά τις μεταφορές των φορτίων, βαλιτσών από το σταθμό των αυτοκινήτων ή τσουβαλιών από την αγορά. Τα έβαζε στην πλάτη και μαζί με τον ιδιοκτήτη έφτανε στον προορισμό του. Έπαιρνε το χαρτζιλίκι του και ξαναγύριζε στο πόστο, για να κάνει κάποιο άλλο δρομολόγιο. Αργότερα κάποιοι απ’ αυτούς απόκτησαν τρίκυκλο ή άλλα αυτοκίνητα μεταφορών.
Βαρελάς Ήταν τεχνίτης, ειδικός στην κατασκευή βαρελόσχημων και σκαφοειδών σκευών, που τα κατασκεύαζαν από ξύλο βελανιδιάς, καρυδιάς, καστανιάς ή δρυός. Το ξύλο περνούσε από ειδική επεξεργασία και μετά το έκοβαν σε λεπτές σανίδες, που βρέχανε για να παίρνουν εύκολα την κατάλληλη κλίση. Κατόπιν περνούσαν τα σιδερένια στεφάνια, τα χτυπούσαν με το ματσακόνι για να σφίξουν καλά και μετά τοποθετούσαν τους δυο επίπεδους πυθμένες. Οι αποθήκες παλιά ήταν γεμάτες με βαρέλια κλπ.
Βογιατζής Αυτός που έβαφε. Προέρχεται από την τούρκικη λέξη boya που τη χρησιμοποιούμε κι εμείς σήμερα για να δηλώσουμε το χρώμα.
Γανωτής Ο γανωτής μέχρι και πριν από 30 χρόνια περίπου γύριζε στο χωριό μας και φώναζε για να τον ακούσουν οι χωριανοί και να πάνε τις κατσαρόλες τους και τα άλλα σκεύη της κουζίνας και να τα γανώσουν. Είχε ένα μεταλλικό κυλινδρικό σκεύος με ένα χερούλι από πάνω σαν κουβά. Στο κάτω μέρος έβαζε φωτιά για να βράζει το καλάι που βρίσκοντας στο πάνω μέρος του δοχείου σε ένα σκεύος. Με το λιωμένο ασημόχρωμο καλάι, έβαφε (γάνωνε) κουτάλια, πιρούνια, μαχαίρια, ταψιά, κατσαρόλες και στη συνέχεια τα σκούπιζε με ένα βαμβάκι για να πάρουν γυαλάδα. Το λιωμένο καλάι το ανακάτευε με ένα μεταλλικό μπαστουνάκι.
Γιατρός (πρακτικός) Τα παλιότερα χρόνια, σε πολλά χωριά της Ευρυτανίας , υπήρχε και ένας πρακτικός γιατρός ή μια μαμή. Δεν ήτανε σπουδασμένοι με διπλώματα και πτυχία. Άνθρωποι απλοί, που είχανε το χάρισμα και τη θέληση να θεραπεύουνε τους άρρωστους, να περιποιούνται τις λαβωματιές για να γιάνουνε και γενικά να κάνουνε το καλό. Από σπασμένο πόδι ή χέρι μέχρι στραμπούλιγμα και νευροκαβαλίκεμα όλα τα γιατρεύανε. Ασθένειες των μικρών παιδιών, σπυράκια και χρυσή (ίκτερο). Πίεση, ανορεξία κι όλα όσα παιδεύουνε τους ανθρώπους τα διώχνανε οι "γιατροί" του παλιού καιρού. Άλλα με τα άξια χέρια τους, άλλα με βοτάνια, αλλά με αλοιφές, με σκόνες και καταπλάσματα. Πολεμάγανε τις αρρώστιες άλλοτε με την πείρα και άλλοτε με τα γιατροσόφια και τις αλοιφές που ξέρανε να φτιάνουνε. Αμέτρητες άλλες συνταγές για χίλιες δύο αρρώστιες. Πολλές τις μάθαιναν κι οι παλιότεροι άρρωστοι. Μάλιστα, οι περισσότερες γριές ξέρανε να ξεματιάζουνε χωρίς τη βοήθεια του πρακτικού. Σπάνια δέχονταν αμοιβή ή δώρα απ’ όσους θεραπεύαν. Η φήμη τους είχε απλωθεί σε όλα τα γύρω χωριά. Για την πείρα και τα γιατροσόφια τους όλοι τους εκτιμούσανε και τους αγαπούσαν. Είχανε το κύρος και την υπόληψη αληθινού, γιατρού. Οι περισσότεροι ήταν και πρακτικοί κτηνίατροι. Ονομαστοί ήταν οι πρακτικοί γιατροί του Απεράντιου, ενώ μέχρι τελευταία πολλοί συμβουλεύονταν με μεγάλη εμπιστοσύνη τον Αντριτσογιάννη, δραγάτη από το Βουτύρο. (Δέστε και τη σελίδα: "Υγεία-Διατροφή").
Γυρολόγος (Πραματευτής) Έφερνε παλιά στα χωριά, φορτωμένος ή με το ζώο ότι μπορούσε να φανταστεί κανείς : υφάσματα με τον πήχη, πουκάμισα, κάλτσες, κλωστές, εσώρουχα, κουμπιά, λάστιχο, κουβαρίστρες, τσατσάρες, χτένια, βαφές και πολλά άλλα ακόμα. Η πληρωμή γίνονταν συνήθως σε είδος.
Δερματάς ( τομαράς ) Αγόραζε δέρματα (τομάρια) από σφαγμένα ζώα. Τα παραλάμβανε στο μαγαζί του ή πήγαινε ο ίδιος στα χωριά και τα μετέφερε. Στη συνέχεια τα καθάριζε, τα αλάτιζε με χοντρό αλάτι και μετά τα τέντωνε, τοποθετώντας ενδιάμεσα ξύλα, για να ξεραθούν και να μη σαπίσουν ή βρωμίσουν. Όταν συγκέντρωνε μια σημαντική ποσότητα τα πήγαινε στον έμπορα, ο οποίος τα προωθούσε στο εργοστάσιο επεξεργασίας δερμάτων, το βυρσοδεψείο. Από τα ακατέργαστα δέρματα, πολλά τα χρησιμοποιούσαν για μικρά χαλιά, άλλα τα έκαναν τσαρούχια (που αν ήταν από γουρούνια τα έλεγαν γουρνοτσάρουχα) ή παπούτσια, ενώ άλλα τα έκαναν τύμπανα, γκάϊντες κλπ.
Ζευγάς Οι ζευγάδες αναλάμβαναν το όργωμα, τη σπορά και τη συγκομιδή των χωραφιών. Παλιότερα στην Ευρυτανία η καλλιέργεια σιτηρών ήταν διαδεδομένη, εφόσον στα μικρά ημιορεινά κτήματα οι αγρότες έσπερναν σιτηρά και όσπρια για οικιακή αλλά και εμπορική χρήση και ανταλλαγές με άλλα προϊόντα. Οι ζευγάδες όργωναν με το ξύλινο αλέτρι που το έσερναν δύο βόδια ή μουλάρια. Κάποιες φορές, οι ίδιοι εκτός από τα δικά τους χωράφια, όργωναν κι έσπερναν και τα χωράφια άλλων κατοίκων και αμείβονταν επιπλέον. Σήμερα ο ζευγάς έχει εξαφανιστεί, αφού το όποιο όργωμα γίνεται πια με μηχανικά μέσα. (Δέστε και τη σελίδα: "Αλληλοβοήθεια στην Ευρυτανία")
Ζωέμπορος (τσαμπάσης) Το μεγαλύτερο τμήμα της Ευρυτανίας, είναι ορεινό και δασώδες, έχοντας πάντα μεγάλη κτηνοτροφική παραγωγή, ενώ αποτελούσε έναν μεγάλο βοσκότοπο για τα ποίμνια των γειτονικών περιοχών. Παλιότερα οι φοράδες, τα μουλάρια, τα γαϊδούρια, τα βόδια, εξυπηρετούσαν όλες τις αγροτικές εργασίες και μεταφορές και ήταν εμπορεύσιμα. Τις αγοραπωλησίες των ζώων αναλάμβαναν οι ζωέμποροι, που ονομάζονταν και "τσαμπάσηδες". Επίκεντρο των αγοραπωλησιών αποτελούσαν οι ζωοπανηγύρεις που συνόδευαν συνήθως τις εορταστικές και εμπορικές δραστηριότητες των μεγάλων πανηγυριών του Καρπενησιού, της Σωτήρας, της Τατάρνας και του Προυσού. Εκτός από τους ντόπιους ζωέμπορους, την περιοχή επισκέπτονταν τότε και μεταπράτες από την υπόλοιπη Ελλάδα, για να διαπραγματευτούν με τους ντόπιους την αγοραπωλησία ζώων.
Καϊτατζής Προέρχεται από το μουσικό που έπαιζε γκάιντα (gayda).
Καλάης Προφανώς το όνομα αυτό έχει τη ρίζα του στο επάγγελμα του γανωτή και στο καλάι που χρησιμοποιούσε στη δουλειά του.
Καλαθάς Καλαθάδες υπάρχουν ακόμα και σήμερα. Επειδή χρειάζονταν καλάθια για το μάζεμα της ελιάς, του καπνού αλλά και για τη μεταφορά των προϊόντων τους υπήρχαν οι καλαθάδες που έφτιαχναν καλάθια από καλάμια. Βέβαια πολλοί τα έφτιαχναν και μόνοι τους στα σπίτια τους και δεν αγόραζαν από τους καλαθάδες. Οι καλαθάδες έπαιρναν καλάμια που τα μάζευαν από τις όχθες των ποταμών και των βάλτων και τα έκοβαν κατά μήκος με ειδικά μαχαίρια. Τις λουρίδες αυτές από τα καλάμια τις έπλεκαν κι έφτιαχναν καλάθια και πανέρια σε διάφορα μεγέθη.
Καλαφάτης Η δουλειά του ήταν παρόμοια με του Κατρατζή.
Καλφόπουλος Από τη λέξη κάλφας που σήμαινε τον μαθητευόμενο ράφτη ή τσαγκάρη
Καμίνι Το καμίνι το είχε κάποιος συγκάτοικός μας για να φτιάχνει ασβέστη. Αυτό ήταν σαν φούρνος ανοιχτός από πάνω όπου έβαζαν κομμάτια από τα πλούσια ασβεστολιθικά πετρώματα της περιοχής μας και άναβαν από κάτω δυνατή φωτιά που έκαιγε δυο τρεις μέρες συνέχεια κι έτσι έκαναν τον ασβέστη
Κανταρτζής ή ζυγιστής . Επάγγελμα που γέννησαν οι ανάγκες της καθημερινής συναλλαγής. Συνήθως περιφέρονταν στις αγορές ή όπου χρειάζονταν, ακόμα και στα πανηγύρια, για να ζυγίσει κάποιο βάρος (τσουβάλι σιτάρι, καλαμπόκι, πατάτες, σφαχτό κ.ά.). χρησιμοποιούσε κανταρόξυλο και σχοινί για να δένει τα αντικείμενα ώστε να τα ζυγίσει με το καντάρι (στατέρι). Το καντάρι είχε μια βέργα (βραχίνα) με σημειωμένες χαρακιές για τις οκάδες (οκά= 400 δράμια ή 1200 γραμμάρια), που πάνω της μετακινούσαν το κρεμασμένο βαρίδι. Είχε ακόμα τα γατζάκια που κρεμούσαν τα αντικείμενα. Στο Καρπενήσι έλεγαν καταρτζήδες τους κατασκευαστές κανταριών,
Καρεκλάς . Ο καρεκλάς ήταν αυτός που έφτιαχνε καρέκλες, Έφτιαχνε πρώτα τον ξύλινο σκελετό της καρέκλας και στη συνέχεια έπλεκε με ψάθα τη βάση της καρέκλας όπου θα κάθονταν οι άνθρωποι. Αυτό γινόταν για να είναι πιο αναπαυτικές οι καρέκλες.
Κατρατζής . Στα τούρκικα katran σημαίνει πίσσα, άσφαλτος κι επομένως κατρατζής ήταν αυτός που ασχολούνταν με την πίσσα. Κυρίως η δουλειά του ήταν να πισσάρει τα ιστιοφόρα και τις βάρκες που έπλεαν στη θάλασσα. Ακόμα με πίσσα άλειφε και τα βαρέλια.
Καφετζής . Το γνωστό επάγγελμα του καφεπώλη στα ελληνικά καφενεία. Από τα παλιότερα επαγγέλματα, με το καφενείο να είναι ο χώρος συγκέντρωσης και το μοναδικό μέσο διασκέδασης. Στα χωριά, ήταν μαζί καπηλειό, μπακάλικο και μικρό μαγειρείο. Εκεί μαζεύονταν οι άνδρες και περνούσαν την ώρα τους πίνοντας, γλεντώντας και σχολιάζοντας. Οι γυναίκες έμπαιναν σε καφενεία των χωριών μόνο σε ειδικές περιστάσεις, όπως σε κάποια χειμερινά πανηγύρια ή γαμήλια γλέντια που γίνονταν εκεί. Οι καφετζήδες ήταν οι ιδιοκτήτες ή διαχειριστές των καφενείων. Το καφενείο ήταν ανοιχτό από νωρίς το πρωί και δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο, μόνο μερικά ξύλινα ράφια κι ο πάγκος με τη γκαζιέρα, τα μπρίκια και τα φλιτζάνια. Με ψάθινες καρέκλες και ξύλινα τετράγωνα τραπέζια κι έναν καλοσυνάτο καφετζή. Για θέρμανση είχαν τις ξυλόσομπες και ο φωτισμός τους, πριν την ηλεκτροδότηση γίνονταν με λάμπες πετρελαίου. Σήμερα τα πιο πολλά, έχουν "εκσυγχρονισθεί" και οι νεότεροι προτιμούν να συχνάζουν σε καφετέριες.
Κεροπλάστης. Είναι οι τεχνίτης που κατασκευάζει κεριά και λαμπάδες για τις εκκλησίες, αλλά κυρίως για τους ιδιώτες, οι οποίοι τις χρησιμοποιούν στα θρησκευτικά έθιμα και τάματα, αλλά και στα σπίτια. Παλιά, αγόραζε ο ίδιος το κερί από τους μελισσοκόμους και το έβραζε σ’ ένα μεγάλο μπακιρένιο δοχείο ή σε φούρνο με κάρβουνα από πυρότουβλα (χυτήριο). Άδειαζε το λιωμένο κερί στα καλούπια του που ήταν σαν κορύτες (μακρόστενα δοχεία). Έξω απ’ αυτά τα δοχεία υπήρχε ζεστό νερό, για να κρατάει το λιωμένο κερί σε σταθερή θερμοκρασία. Μέσα σ’ αυτά βουτούσε τη σχάρα, που ήταν από δυο παράλληλες σανίδες που ενώνονταν με σχοινιά. Το μήκος του κεριού εξαρτάται από το άνοιγμα της σανίδας. Το φυτίλι το προμηθεύονταν σε κουβάρια στο επιθυμητό πάχος. Στο καθαρό κερί έμπαινε υποχρεωτικά κίτρινο φυτίλι για να ξεχωρίζει. Η τέχνη της κηροπλαστικής συνεχιζόταν συνήθως μέσα από την οικογενειακή παράδοση. Ωστόσο σήμερα η τοπική παραγωγή κεριών έχει μειωθεί ιδιαίτερα αφού τις τοπικές ανάγκες καλύπτουν οι εισαγωγές έτοιμων βιομηχανοποιημένων κεριών.
Κουρέας ( μπαρμπέρης ) . Η περιποίηση των μαλλιών αποτελούσε φροντίδα του ανθρώπου, ενώ οι αρχαίοι τοποθετούσαν τη δύναμη της ζωής στα μαλλιά. Το επάγγελμα του κουρέα είναι γνωστό πριν από τον 5ο π.Χ. αιώνα και στα κουρεία σύχναζαν αργόσχολοι που τους άρεσε να φλυαρούν και να σχολιάζουν τα κοινωνικά. Γύρω στο 1918 άρχισαν να εκδίδονται οι πρώτες αστυνομικές διατάξεις που ρύθμιζαν την υγιεινή και την καθαριότητα των κουρείων. Σήμερα όλα σχεδόν άλλαξαν... Οι κουρείς, όπως και οι ράπτες και οι υποδηματοποιοί ήταν τεχνίτες απαραίτητοι ακόμα και στα πιο μικρά χωριά της περιοχής. Οι κουρείς των χωριών συχνά ασκούσαν παράλληλα και άλλες δραστηριότητες. Ο παραδοσιακός κουρέας είχε την χειροκίνητη μηχανή, ψιλή ή χοντρή, το καλοτροχισμένο ψαλίδι, το λουρίγια το τρόχισμα του ξυραφιού, ενώ σε μια πρόκα είχε καρφφωμένα χαρτάκια για να σκουπίζει τις σαπουνάδες. Διέθετε μπριλ κρήμ για το κράτημα των μαλλιών και είχε γνώσεις για την τριχόπτωση και την περιποίηση του σβέρκου με βδέλλες. Κουρείς υπήρχαν σ’ όλα τα κεφαλοχώρια. Έχει μείνει στη λαϊκή αναφορά των παλιότερων το Καρπενησιώτικο ξύρισμα χωρίς νερό και σαπουνάδα. (Ξυράφι Καρπενησιώτικο, έλεγαν, για να τονίσουν ότι αυτά έκοβαν πολύ που δεν χρειάζονταν ούτε νερό. Αυτό λέγονταν κατ’ επέκτασιν και για το κοφτερό μυαλό). Σήμερα οι μεγαλύτεροι δεν βρίσκουν κουρέα , αφού τη θέση τους πήραν τα σύγχρονα κομμωτήρια.
Λαγουμτζής . Είναι εκπρόσωπος ενός ένδοξου επαγγέλματος όπως πάλι διαβάσαμε στο βιβλίο του Στρατή Μολινού 'Επώνυμα και Συντεχνίες' ειδικά στην περίοδο του πολέμου. Τότε όταν γινόταν κάποια πολιορκία, οι λαγουμιτζήδες αναλάμβαναν να ανοίξουν σήραγγες (λαγούμια) κάτω από τα τείχη του φρουρίου, κι έβαζαν εκεί τα εκρηκτικά τους. Με την ανατίναξη των λαγουμιών τα τείχη ράγιζαν και πολλές φορές έπεφταν τελείως. 'Στα τούρκικα η σήραγγα λέγεται lagim δηλ. λαγούμι και ο ειδικός στη διάνοιξή τους lagimci'.
Λούστρος . Παλιότερα που ο κόσμος περπατούσε σε χωμάτινους δρόμους, τα παπούτσια σκονίζονταν ή λασπώνονταν εύκολα. Τότε γνώρισε άνθηση και το επάγγελμα του λουστραδόρου. Αυτός μ' ένα κασελάκι μπροστά του, αληθινό κομψοτέχνημα, και γύρω του να κρέμονται οι βούρτσες και τα βερνίκια με τα διάφορα χρώματα, κάθονταν σ' ένα χαμηλό σκαμνάκι, στην αρχή της πλατείας στο Καρπενήσι, και περίμενε υπομονετικά. Για να προσελκύσει τους πελάτες γίνονταν ταχυδακτυλουργός ή χτύπαγε ρυθμικά το κασελάκι. Ο πελάτης πλησίαζε κι άπλωνε, όπως ήταν όρθιος, πρώτα το δεξί πόδι πάνω στην ειδική μεταλλική θέση της κασέλας κι έπειτα το άλλο. Έτσι άρχισε η "ιεροτελεστία" του βαψίματος... (Στη φωτογραφία λούστροι στην πλατεία του Καρπενησίου, στα 1960).
Μαδεμλής . Είχε σχέση με την εξόρυξη και κατεργασία του χυτοσιδήρου που ακόμα και σήμερα ακόμα το λέμε μαντέμι η λέξη όμως είναι τούρκικη. Maden στα τούρκικα θα πει ορυκτό, μετάλλευμα.
Μανάβης . Από τους πιο συμπαθητικούς μικροπωλητές που υπάρχουν μέχρι σήμερα. πλανόδιος ή μη. Το χειμώνα, τότε που δεν υπήρχαν θερμοκήπια και ψυγεία, λίγα τα φρούτα και τα ζαρζαβατικά. Όμως όταν άνθιζαν οι μπαξέδες με το έμπα της άνοιξης, γέμιζαν τα καλάθια του μανάβη με ντομάτες, κολοκυθάκια, μελιτζάνες, κυδώνια, μήλα κι ότι άλλο. Οκάδες και δράμια τότε δίπλα στη ζυγαριά και το τεφτεράκι για τα βερεσέδια. Σήμερα τα πράγματα είναι μάλλον διαφορετικά, αφού όλες τις εποχές μπορείς να βρεις τα πάντα. Τα θερμοκήπια, τα συντηρητικά, η κατάψυξη και οι κονσέρβες άλλαξαν το ρυθμό της φύσης, αλλά και της ίδιας της ζωής.
Μπακάλης . Πνιγμένος στα ράφια με τις κονσέρβες, τις ζάχαρες τα ζυμαρικά και όλα τα απαραίτητα για το μαγείρεμα της νοικοκυράς. Τα περισσότερα χύμα και αγορασμένα βερεσέ. Χωρίς ψυγείο, πουλούσε όλα τα βασικά είδη και τρόφιμα χύμα. Συνήθως, το μπακάλικο ήταν εμπορικό και καπηλειό. Σήμερα με τους όρους που διαμορφώθηκαν από την σύγχρονη οικονομία και την επικράτηση των σούπερ μάρκετ τα μπακάλικα χάθηκαν, εκτός από εκείνα τα λίγα που επιμένουν να λειτουργούν σε κάποιες γειτονιές και στα κεφαλοχώρια.
Μπασματζής ( Υφασματοπώλης ) . Σε λίγα κεφαλοχώρια και κυρίως στο Καρπενήσι, υπήρχαν τα καταστήματα υφασμάτων, που συνήθως ήταν και ραφτάδικα. Εμπορικά που πουλούσαν όλα τα είδη που είχαν ζήτηση εδώ, όπως μεταξωτά, βαμβακερά, βελούδινα, χασέδες, ποπλίνες, αλατζάδες, τσίτια κλπ.
Μυλωνάς . Η καλλιέργεια σιτηρών ήταν πολύ διαδεδομένη μέχρι το 17ο αιώνα, ενώ στη συνέχεια περιορίστηκε σημαντικά. Οι άνθρωποι τότε φρόντιζαν δυο φορές το χρόνο, (φθινόπωρο - άνοιξη), για την παρασκευή του σταρένιου ή καλαμποκίσιου αλευριού. Μετέφεραν τα τσουβάλια τους το πρωί στο μύλο για άλεσμα και επέστρεφαν το βράδυ. Αλευρόμυλοι υπήρχαν σε όλα τα χωριά και το Καρπενήσι, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν υδρόμυλοι, δηλαδή τους κινούσε η δύναμη του νερού, οπότε τους έχτιζαν πάντα δίπλα σε ποτάμια και ρεματιές. Σήμερα λειτουργούν ελάχιστοι. Ο μύλος ήταν συνήθως το σπίτι του μυλωνά, ο οποίος σε περιόδους αιχμής δούλευε νύχτα μέρα. Κάτω από τις μυλόπετρες υπήρχε ένας μικρός χώρος, όπου ήταν εγκατεστημένος ο κινητός μηχανισμός, όπου έπεφτε από το βαγένι το και τον περιέστρεφε. Ο αλεστικός μηχανισμός είχε δυο οριζόντιες κυλινδρικές μυλόπετρες, τη μια πάνω στην άλλη, με την κάτω ακίνητη. Το σιτάρι διοχετεύονταν ανάμεσά τους από μια τρύπα στο κέντρο της επάνω περιστρεφόμενης πέτρας. Με την κίνηση το σιτάρι ή το καλαμπόκι συνθλίβεται ανάμεσα στις πέτρες και μετατρέπεται σε σκόνη. Ως αμοιβή του ο μυλωνάς κράταγε ένα μέρος από τα αλεστικά (5-12%) και σπάνια έπαιρνε χρήματα.
Νεροκόπος ( Υδρονομέας ). Στο χωριό μας υπήρχαν πολλές πηγές που κυλούσαν τα νερά τους περνώντας από τους κήπους και τα χωράφια. Απ αυτά τα νερά οι κάτοικοι του χωριού μας πότιζαν τα χωράφια τους. Έφραζαν το αγώγι και οδηγούσαν το νερό στο χωράφι τους κι έτσι πότιζαν. Όμως πολλές φορές μάλωναν, γιατί έφραζε κάποιος το αγώγι για να ποτίσει και διαμαρτύρονταν ο άλλος που περίμενε πιο κάτω στο χωράφι του να έρθει το νερό. Έπρεπε λοιπόν να μπει μια τάξη. Έβαλαν λοιπόν το νεροκόπο που δούλευε από την Ανοιξη μέχρι το Φθινόπωρο και ρύθμιζε τη διανομή του νερού στους κατοίκους για να ποτίσουν τα χωράφια τους. Στην αρχή τον πλήρωναν οι ίδιοι οι κάτοικοι, αργότερα όμως τον πλήρωνε η Κοινότητα. Δούλευε μέρα και νύχτα γιατί αλλιώς δε θα προλάβαιναν να ποτίσουν όλοι οι κάτοικοι. Κρατούσε μια τσάπα κι ανάλογα έφραζε το αγώγι και οδηγούσε το νερό στο χωράφι του κατοίκου που είχε σειρά να ποτίσει. Έτσι κανένας δε διαμαρτυρόταν. Ανάλογα με τη σειρά που πήγες και δήλωσες ότι θέλεις να ποτίσεις, γραφόσουν στη λίστα και κρατούσαν την προτεραιότητα αδιαμαρτύρητα.
Ντελάλης . Η λέξη είναι μάλλον τούρκικη και σημαίνει "αυτός που ανακοινώνει τα μαντάτα", ο δημόσιος κήρυκας.. Ο (ν)τελάλης διαλαλούσε στους κατοίκους του Καρπενησίου και των χωριών τα νέα, τις παραγγελίες που έπαιρνε από τις αρχές ή για τα εμπορεύματα που έφερναν οι πραματευτάδες. Η δυνατή φωνή και κυρίως ο τρόπος που παρουσίαζε συνοπτικά τα νέα ή διαφήμιζε τα προϊόντα, τον καθιστούσε γνωστό στην τοπική κοινωνία. Έβαζε την παλάμη στο στόμα, σαν χωνί, κι έπαιρνε τις γειτονιές φωνάζοντας. Η αμοιβή του ήταν ένα ποτηράκι τσίπουρο ή λίγο κολατσιό. Επειδή πολλά σχόλια ακολουθούσαν το άγγελμά του, αλλά και η μικρή αμοιβή του, δεν ήταν εύκολη η εξεύρεση τέτοιου προσώπου. Πάντως, τον κατάργησαν τα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα.
Τα παλιά τα χρόνια που δεν είχαν ανακαλυφτεί το ραδιόφωνο, η τηλεόραση και το μεγάφωνο οι αρχές του χωριού είχαν πρόβλημα να επικοινωνήσουν με τους κατοίκους και να τους πουν για κάποια πράγματα ή αποφάσεις που τους αφορούσαν. Έτσι όταν ήθελαν να ανακοινώσουν κάτι στους κατοίκους είχαν το ντελάλη. Δουλειά του ήταν να γυρίζει σε όλο το χωριό και να φωνάζει αυτό που έπρεπε να μάθουν όλοι οι χωριανοί. Κυρίως στεκόταν στα ψηλότερα σημεία για να μπορεί να ακούγεται από όσο το δυνατόν περισσότερους. Αυτό το σημείο λοιπόν ήταν ιδανικό για το ντελάλη έτσι ώστε να ακουστεί από πολλούς συγχωριανούς. Ο ντελάλης έπρεπε να είναι βροντόφωνος για να μπορεί να φωνάζει δυνατά και να τον ακούνε και υπομονετικός γιατί έπρεπε να γυρίσει όλο το χωριό και να φωνάζει για να μεταφέρει το μήνυμα. Πληρωνόταν από την Κοινότητα. Σήμερα που υπάρχουν τα μεγάφωνα μπορεί πιο εύκολα να ανακοινώσει η Κοινότητα αυτό που θέλει στους κατοίκους, κι έτσι δε χρειάζεται ο ντελάλης.
Ξυλοκόποι και οι πριονιτζήδες . Οι ξυλοκόποι ή μπαλτατζήδες πήγαιναν στο δάσος με τα τσεκούρια τους (μπαλτάδες) και έκοβαν ξύλα και τα πελεκούσαν. Οι ξυλοκόποι όπως διαβάσαμε στο βιβλίο του Στρατή Μολινού 'Επώνυμα και Συντεχνίες' ήταν πολύ σημαντικοί σε περίοδο πολέμων αφού αυτοί πήγαιναν μπροστά και άνοιγαν δρόμους στο δάσος. Ήταν κάτι σαν το σημερινό Μηχανικό του στρατού. Τα ξύλα αυτά έπαιρναν μετά οι πριονιτζήδες και τα έκοβαν με τα πριόνια και τα έκαναν σανίδια. Αυτοί είχαν ένα πριόνι με δυο λαβές και το χειρίζονταν δυο άτομα που κάθονταν αντικριστά και έδιναν τη μορφή που ήθελαν στους κορμούς των δέντρων που έκοψαν οι ξυλοκόποι.
Ξυλουργοί-Μαραγκοί ( ντουλγκέρηδες ) . Ήταν οι τεχνίτες που κατασκεύαζαν ξύλινα έπιπλα, αλλά και σκάλες, κουφώματα, ταβάνια, πατώματα, πόρτες και γενικότερα όλο τον ξύλινο εξοπλισμό των κατοικιών. Είχαν δικά τους εργαστήρια όπου κατασκεύαζαν τα έπιπλα, ωστόσο οι ίδιοι συμμετείχαν και στις οικοδομές, αναλαμβάνοντας τα ξύλινα μέρη. Σήμερα αν και άλλαξαν ο απαιτήσεις των σπιτιών, διατηρούνται αρκετοί αντίστοιχοι επαγγελματίες με σημαντικό κύκλο εργασιών.
Ομπρελάς . Ο ομπρελάς που κάπου - κάπου κάνει την εμφάνισή του ακόμα και στις μέρες μας επισκεύαζε κατεστραμμένες ομπρέλες. Σήμερα βέβαια σπάνια επισκευάζουμε την ομπρέλα μας. Αν χαλάσει αγοράζουμε καινούργια.
Οπλοποιοί ( οπλουργοί ) . Ήταν τεχνίτες που κατασκεύαζαν ή επισκεύαζαν όπλα. Ο καλός οπλουργός σέβονταν το όπλο του πελάτη, όσο παλιό, φτηνό και ταπεινό ήταν. Το δοκίμαζε μπροστά του, επισημαίνοντας όλες τις λειτουργίες και τα προβλήματά του. Στα οπλουργεία υπήρχαν εργαλεία αγορασμένα ή που είχαν κατασκευάσει οι ίδιοι οι οπλουργοί για τις ειδικές επισκευές του εργαστηρίου τους. [Ειδικά κατσαβίδια για τις βίδες και τις λεπτές σχισμές των όπλων, σφικτήρες, δοχεία βαφής, μέγγενες (με προστατευτικά μάγουλα από μολύβι ή χαλκό) για τη ρύθμιση της σκανδάλης κλπ.].
Οργανοπαίχτης . Οι λαϊκοί οργανοπαίχτες ήταν περιφερόμενοι μουσικοί, τουρκόγυφτοι στην πλειοψηφία τους, που με τον καιρό ενσωματώθηκαν στο κοινωνικό ιστό της περιοχής. Αποτελούσαν ομάδα 3-4 ατόμων, που περιφέρονταν σε γάμους και πανηγύρια. Η κομπανία τους, η ζυγιά όπως αποκαλούνταν, είχε δυο ζουρνάδες κι ένα νταούλι. Πολύ αργότερα προστέθηκαν άλλα όργανα, όπως κλαρίνο, βιολί, σαντούρι κλπ. Το ρεπερτόριό τους περιλάμβανε πολλά τραγούδια τοπικά και Ρουμελιώτικα, χορευτικά και αργά (επιτραπέζια). “Βαράτε βιολητζήδες”, ήταν η λαϊκή φράση.
Πεταλωτής . Εργαλεία του πεταλωτή: σφυρί, φαλτσέτα, ξυλοφάι, τανάλια, λίμα, φάσπα, σκεπάρνι, 4 πέταλα και 24 αλογόκαρφα για τα πόδια του αλόγου . Παλιά υπήρχαν πολλοί πεταλωτές μια και ήταν απαραίτητοι αφού κάθε σπίτι στο χωριό είχε και ένα ζώο για τις δουλειές του, γαϊδούρι ή μουλάρι. Ο πεταλωτής έβαζε στα ζώα τα πέταλα που ήταν ας πούμε τα παπούτσια τους. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο πεταλωτής ήταν τα πέταλα, το σφυρί, η τανάλια, το σατράτσι και τα καρφιά. Στην αρχή ακινητοποιούσαν το πόδι του ζώου και ο πεταλωτής έβγαζε το παλιό φθαρμένο πέταλο. Μετά με το σατράτσι που ήταν ένα μαχαίρι σε σχήμα μικρού τσεκουριού έκοβε την οπλή του ζώου από κάτω έτσι ώστε να την ισιώσει. Μετά έβαζε το καινούργιο το πέταλο και το κάρφωνε με τα ειδικά καρφιά. Τα καρφιά αυτά είχαν μεγάλο κεφάλι έτσι ώστε να προεξέχουν από την πατούσα του ζώου και να μη γλιστράει. Τα πέταλα ήταν σε διάφορα μεγέθη και τα κατασκεύαζαν από σίδερο. Τα πέταλα είχαν τρύπες γύρω - γύρω για να μπαίνουν τα καρφιά. Το πετάλωμα γινόταν και στα τέσσερα πόδια του ζώου. Αυτό γινόταν για να μπορεί να περπατάει στους κακοτράχαλους δρόμους χωρίς να πληγώνονται τα πόδια του και για να διατηρεί την ισορροπία του.
Ράφτης & καποράφτης . Η ραπτική και η υφαντουργία ήταν οικιακές ασχολίες, ιδιαίτερα των γυναικών που έφτιαχναν τα βασικά είδη ρουχισμού. Εδώ, υπήρχαν πολλοί επαγγελματίες ράπτες που ειδικεύονταν στην κατασκευή συγκεκριμένων ειδών εγχώριων ενδυμάτων από τσόχα ή υφαντό και τα έραβαν με μεταξωτή κλωστή ("μπρισίμι"), διακοσμώντας τα με γαϊτάνια, με κεντήματα και κουμπιά. Εκτός του ελληνοράφτη, (που έραβε την πολύπλοκη και δύσκολη φορεσιά, την οποία συνέθεταν η φουστανέλα, τα τσιπούνια, η σκούφια, τα ζουνάρια κλπ.), υπήρχε παλιά και ο καποράφτης, ο οποίος λέγονταν και τερζής (τουρκ. ράφτης), για τα χοντρά μάλλινα υφάσματα. Η καποραπτική ήταν ένα προσοδοφόρο επάγγελμα, μια βιοτεχνία των χωριών μας, με πρώτη ύλη το τραγόμαλλο, που κάλυπτε τις ενδυματολογικές ανάγκες του ποιμενικού κόσμου, ορεινών αλλά και πεδινών περιοχών. Στο Καρπενήσι και τα γύρω χωριά άνθιζε παλιά η βιοτεχνία παρασκευής στολών και για αρκετά χρόνια μετά την απελευθέρωσε από δω προμηθεύονταν ο ευζωνικός στρατός τις φουστανέλες του. Από τα μέσα του 19ου αιώνα εμφανίστηκαν οι "φραγκοράφτες", που έραβαν τις "ευρωπαϊκές" ενδυμασίες, ενώ ήταν διέθεταν και υφάσματα γι’ αυτές (εμποροράφτες). Παράλληλα υπήρχαν και οι γυναίκες (μοδίστρες) για την ραπτική των γυναικείων ενδυμάτων , και μοδίστρες, αφού έχει επικρατήσει παντού το έτοιμο βιομηχανοποιημένο ρούχο και η επιδιόρθωση μειώθηκε.
Ρετσινοσυλλέκτες . Οι ρετσινοσυλλέκτες μάζευαν το ρετσίνι από τα πεύκα του δάσους και το πουλούσαν. Με αυτό γινόταν και γίνεται ακόμα και σήμερα η γνωστή ελληνική ρετσίνα.
Σαμαράς ( σαμαρτζής ) . Μπορούσε να είναι και αλμπάνης. Παλιότερα η μεταφορά ανθρώπων και προϊόντων γίνονταν σχεδόν αποκλειστικά με τα ζώα, εφόσον το οδικό δίκτυο ήταν υποτυπώδες και η ορεινή μορφολογία του εδάφους δυσχέραινε τις μετακινήσεις. Το γαϊδούρι και το μουλάρι ήταν τα πιο διαδεδομένα μέσα μεταφοράς. Ο σαμαράς κατασκεύαζε τον απαραίτητο εξοπλισμό που απαιτούνταν για να προσφέρει το ζώο τις υπηρεσίες του στο αφεντικό του. Αυτό ήταν το σαμάρι, που κατασκεύαζε με επεξεργασμένα σανίδια πλάτανου, που σκάλιζε και έδινε σχήμα ανάλογο με το σώμα του ζώου. Στις αγροτικές εργασίες και γενικότερα στις καθημερινές δραστηριότητες το σαμάρι των ζώων ήταν απλά, με ξύλινο σκελετό και εσωτερική επένδυση από δέρμα ή αρνόμαλλο. Έπαιρνε γι’ αυτό μέτρα από το ζώο και αφού έκανε το σκελετό κατασκεύαζε με σαμαροσκούτι ένα σάκο γεμάτο άχυρα που τοποθετούσε στο κάτω μέρος του σαμαριού για να μην πληγώνεται το φορομένο ζώο. Το σαμάρι στερεώνονταν στην πλάτη του ζώου με λουρίδες από χοντρό και σλκηρό δέρμα που έραβε με τη σαμαροβελόνα σ’ αυτό. Οι λουρίδες άρχιζαν από το σαμάρι πήγαιναν στην περιφέρεια του ζώου και έσμιγαν ξανά στην άλλη πλευρά του σαμαριού. Η κατοζώστρα ή σφίχτρα έζωνε το σαμάρι κάτω από την κοιλιά. Ακόμα έφτιαχναν και την καπιστράνα (καπίστρι) από δερμάτινε λουρίδες, που προσαρμόζονταν στο κεφάλι του ζώου, για να κρατάει το σχοινί που το έσερνε ο ιδιοκτήτης του.
Σιδεράς . Οι σιδεράδες, οι τεχνίτες που κατασκεύαζαν στο αμόνι σιδερένια εργαλεία, όπως αξίνες (κασμάδες), τσάπες, τσεκούρια, δρεπάνια, σφυριά, βαριές, αλλά και διάφορα σιδερένια εξαρτήματα όπως καρφιά, μάσιες, μεντεσέδες, ονομάζονταν και "γύφτοι". [Η λέξη "γύφτος" προέρχεται από το αιγύπτιος και δεν έχει σχέση με το τσιγγάνος-γύφτος. Ο πρώτος "γύφτος" ήταν θεός Ήφαιστος, που έφτιαχνε τα δόρατα των πολεμιστών. Ο δικός μας "γύφτος" (του Καρπενησιού, της Λάσπης, της Φραγκίστας) ήταν επαγγελματίας που επεξεργάζονταν το σίδερο. Είχε την εστία, τα κάρβουνα, το φυσερό, το αμόνι και τα σφυριά, την τσιμπίδα. Έπαιρνε παραγγελίες και έφτιαχνε γεωργικά εργαλεία, μαχαίρια, ψαλίδια, κοσιές, πέταλα, καρφιά και πολλά άλλα. Το σίδερο κοκκίνιζε στη φωτιά έτσι που λίγο ακόμα και θα έλιωνε για να γίνει υγρό. Τότε με κατάλληλους χειρισμούς και χτυπήματα στο αμόνι με το σφυρί γινόταν η μορφοποίησή του]. Οι σιδεράδες-"γύφτοι" του Καρπενησιού στέριωσαν εδώ όπως και οι πεταλωτές (αλμπάνηδες), είχαν τη δική τους συνοικία "τα Γύφτικα" και είχαν συνθηματική γλώσσα "τα Ντόρτικα" για να συνεννοούνται. Την τέχνη του σιδερά που απαιτούσε μεγάλη εμπειρία, αλλά και οργανωμένο εργαστήριο, την μάθαιναν οι νέοι μέσα από την οικογενειακή παράδοση ή τη μαθητεία. Πολλοί απ’ αυτούς περιόδευαν στα χωριά ανάλογα με την εποχή. Λίγο πριν το Β' Παγκόσμιο πόλεμο άρχισαν να "χάνονται" από το Καρπενήσι ή να ενσωματώνονται στην τοπική κοινωνία ασκώντας άλλα επαγγέλματα. Σήμερα οι νέοι σιδεράδες, εργάζονται με πιο τυποποιημένες κατασκευές, η δουλειά τους είναι λιγότερο δύσκολη και οι ίδιοι δεν έχουν καμιά σχέση ή συνέχεια με 'κείνους τους παλιούς σιδεράδες - γύφτους.
Οι σιδεράδες έφτιαχναν με τα χέρια τους ότι υπήρχε από μέταλλο, κυρίως σίδερο. Είχαν ένα μεγάλο φούρνο όπου φυσούσαν με μια φυσούνα ώστε να κρατάνε τη φωτιά αναμμένη και σε ψηλή θερμοκρασία. Σε αυτή τη φωτιά ζέσταιναν τα σίδερα για να τα κάνουν πιο εύπλαστα και στη συνέχεια τα έπιαναν με μια μεγάλη τανάλια και τα έβαζαν πάνω στο αμόνι. Το αμόνι ήταν μια μεγάλη σιδερένια βάση πάνω στην οποία έβαζαν τα σίδερα που θα επεξεργάζονταν. Εκεί χτυπούσαν το κοκκινισμένο από τη φωτιά σίδερο με ένα μεγάλο σφυρί και του έδιναν τη μορφή που ήθελαν. Η δουλειά αυτή ήταν πάρα πολύ σκληρή. Απαιτούσε δύναμη από το σιδερά γιατί δούλευε με τα σίδερα που ήταν βαριά κι ακόμα ήταν συνέχεια δίπλα στη φωτιά και ζεσταινόταν και γέμιζε και με μουντζούρες.
Σιδέρης .Όπως και το παραπάνω έχει σχέση με το επάγγελμα του σιδερά
Τοκιστής ( Λέγονταν και σουλατσαδόρος ). Αυτός που δανείζει χρήματα με τόκο. Όταν δεν υπήρχαν οργανωμένες Τράπεζες και άλλα πιστωτικά ιδρύματα υπήρχαν οι δανειστές χρημάτων, που σύναπταν ιδιωτικές συμφωνίες με πολίτες που είχαν ανάγκη. Η επιστροφή των χρημάτων γίνονταν με σημαντική επιβάρυνση (τόκο) για εκείνον που χρωστούσε και πολλές φορές με ανταλλαγή γης ή άλλων περιουσιακών στοιχείων, αφού όσοι δανείζονταν έβαζαν ενέχυρο το μαγαζί, το σπίτι, το χωράφι ή κάποιο ζώο τους.
Τσαγκάρης ( υποδηματοποιός ). Σήμερα όταν λέμε τσαγκάρη, εννοούμε τον τεχνίτη που επιδιορθώνει τα παπούτσια. Παλιότερα όμως, ο τσαγκάρης τα έφτιαχνε ο ίδιος από την αρχή μετά από παραγγελίες. Στο Καρπενήσι υπήρχαν μεγάλα τσαγκαράδικα, όπου δούλευαν πολλοί τσαγκάρηδες, μαζί με καλφάδες (βοηθούς) και τσιράκια (μαθητευόμενους). Δούλευαν ολημερίς για να ανταποκριθούν στις παραγγελίες, ιδιαίτερα όταν πόδεναν τους ευζώνους μετά την απελευθέρωση. Η κατασκευή ήταν χειροποίητη, αφού τα πάντα ήταν ραφτά ή καρφωτά. Έπαιρναν τη στάμπα του πέλματος του πελάτη, έφτιαχναν πρώτα το πάνω μέρος και ύστερα έκοβαν τη σόλα. Χρησιμοποιούσαν λεπίδια, φαλτσέτες, σουφλιά, βελόνες, κερωμένους σπάγκους, σφυριά και κυρίως τα καλαπόδια. Για να κρατήσουν περισσότερο οι σόλες έβαζαν μικρά πεταλάκια και καρφιά. Παλιά, τσαρούχια φόραγαν άνδρες και γυναίκες, που τα αγόραζαν ή τα κατασκεύαζαν μόνοι τους, όπως ήταν τα καθημερινά "γουρουνοτσάρουχα". Ο πιο μεγάλος κίνδυνος για τα γουρνοτσάρουχα ήταν τα σκυλιά. “Όπου τα έβρισκαν, τους άλλαζαν τον ααδόξαστο. Με τον καιρό τα πάντα βιομηχανοποιήθηκαν και χάθηκε η δουλειά των τσαγκάρηδων. Στο Καρπενήσι σήμερα υπάρχουν ελάχιστοι τσαγκάρηδες - επιδιορθωτές.
Ο τσαγκάρης που μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει ακόμα και σήμερα αλλά όχι με τις δουλειές που έκανε κάποτε, επισκεύαζε χαλασμένα παπούτσια. Τα χρόνια εκείνα δεν είχαν την πολυτέλεια οι άνθρωποι να αγοράζουν παπούτσια κάθε φορά που χαλούσαν τα παλιά τους. Τα πήγαιναν λοιπόν στον τσαγκάρη και τα διόρθωνε. Τα μπάλωνε αν κάπου είχαν σχιστεί, τα κολλούσε αν είχαν τρυπήσει, και έβαζε καινούργιες σόλες όταν είχαν φθαρεί οι παλιές. Σήμερα βέβαια αυτό το επάγγελμα πάει να χαθεί αφού πριν καλά καλά χαλάσουν τα παλιά μας τα παπούτσια, αγοράζουμε καινούργια.
Τσοπάνης ( κτηνοτρόφος ) . Η κτηνοτροφία αποτελούσε τη "βαριά βιομηχανία μας. Στα βουνά της Ευρυτανίας (Άγραφα, Βελούχι, Καλιακούδα και Κοκκάλια) η κτηνοτροφία παρουσίαζε πάντα μεγάλη ανάπτυξη. Οι κτηνοτρόφοι είχαν μεγάλα κοπάδια από πρόβατα, από τα οποία αξιοποιούσαν το κρέας, το γάλα για την παραγωγή τυριών και γιαουρτιών, καθώς και το μαλλί που το απορροφούσε παλιότερα η τοπική οικοτεχνία και υφαντουργία. Σήμερα το μαλλί έχει χάσει την αξία του, ωστόσο η τυροκομία εξακολουθεί να ακμάζει. Οι κτηνοτρόφοι τυροκομούν και μόνοι τους, αλλά συνήθως παραδίδουν το γάλα σε ιδιωτικά τυροκομεία.
Κτηνοτρόφοι από τα χειμαδιά ανέβαιναν στα βουνά μας, δίνοντας ζωή στις απέραντες βουνοπλαγιές. Πλήρωναν αντίτιμο σε χρήματα και είδος για να οδηγήσουν τα κοπάδια τους σε δημοτικά ή κοινοτικά βοσκοτόπια. Ήταν υποχρεωμένοι να βρίσκονται συνέχεια δίπλα στα κοπάδια τους και για το λόγο αυτό πολλοί μεγάλοι κτηνοτρόφοι απασχολούσαν και νεαρούς τσοπάνους, συνήθως μέλη της οικογένειάς τους, που φύλαγαν τα κοπάδια. Σήμερα η κτηνοτροφία αν και έχει διευκολυνθεί σημαντικά με τις έτοιμες ζωοτροφές, την ανάπτυξη της κτηνιατρικής και την ίδρυση σύγχρονων τυροκομείων, έχει περιοριστεί σημαντικά. Λιγόστεψαν οι ντόπιοι αλλά και όσοι ανέβαιναν την άνοιξη από τα χειμαδιά, ενώ οι πιο πολλοί έχουν Αλβανούς ως τσοπάνηδες. Στην περιοχή μας λειτουργούν σήμερα δυο τυροκομεία και τα προϊόντα τους (φέτα, μυτζήθρα κλπ.) χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης στη ντόπια αγορά, ενώ εξάγονται και σε όλη την Ελλάδα.
Υφάντρα . Η υφαντική ήταν κυρίως οικιακή απασχόληση και μια από τις πρωταρχικές γυναικείες ασχολίες, αφού η γνώση της υφαντικής ήταν απαραίτητο εφόδιο της γυναίκας. Στην πατρίδα μας μέχρι το τις αρχές του 20ου αιώνα όλα τα μάλλινα και βαμβακερά είδη γίνονταν στον αργαλειό, ενώ όλα τα ρούχα υφαίνονταν σ' αυτόν. Η υφάντρα έφτιαχνε τα ρούχα, τα σκουτιά, τα σπάργανα του μωρού και τα προικιά (φλοκάτες, κιλίμια, κουρελούδες, κουβέρτες, μαξιλάρια κ.α.). Πρώτη ύλη το μαλλί, που για να γίνει νήμα περνούσε από πολλές επεξεργασίες ("κουρά" προβάτων, διαλογή, πλύσιμο, κοπάνισμα, στέγνωμα, ξάσιμο, λανάρισμα, γνέσιμο, βάψιμο... Οι περισσότερες γυναίκες, ιδιαίτερα στα χωριά, είχαν στημένο τον αργαλειό τους για τις εργασίες αυτές την άνοιξη και το καλοκαίρι, όταν τελείωνε η απασχόλησή τους στις άλλες αγροτικές ασχολίες. Παλιά, όταν άνθιζε στον τόπο μας η βιοτεχνία υφασμάτων και ρούχων, οι υφάντρες δούλευαν ασταμάτητα, σε μια κουραστική, πολύπλοκη και με μικρή αμοιβή εργασία. Η κατασκευή των νημάτων, το λανάρισμα, το γνέσιμο, το κλώσιμο, αλλά και η εργασία στον αργαλειό, απαιτούσαν πολύ χρόνο. Μέχρι σήμερα η παραδοσιακή υφαντική διασώζεται από παλιές έμπειρες υφάντρες σε πολλούς αγροτικούς οικισμούς της Μυρίκης, της Άμπλιανης, του Κρικέλλου και αλλού.
Φαναρτζής, ( ντενεκεντζής ) . Οι φαναράδες (ντενεκεντζήδες), ήταν οι τεχνίτες με δικό τους μαγαζί, που κατασκεύαζαν διάφορα χρηστικά εργαλεία και είδη οικιακής, γεωργικής, κτηνοτροφικής και βιομηχανικής χρήσης από λευκοσίδηρο (κοινώς λαμαρίνα, τσίγκο) ή φύλλα ατσαλιού. Κατασκεύαζαν δηλαδή ποτιστήρια, δοχεία μεταφοράς νερού, γάλακτος, δοχεία αρμέγματος, νιπτήρες, διάφορα είδη μετρητών λαδιού, αλλά και πολλά είδη οικιακής χρήσης, όπως λύχνους, λαδοφάναρα, μαγκάλια, πιάτα, κύπελα, μπρίκια, μάσιες, χωνιά, μαστραπάδες, σουρωτήρια κ.ά. Επίσης οι συγκεκριμένοι τεχνίτες επισκεύαζαν τα φθαρμένα είδη.
Φούρναρης . Στο Καρπενήσι παλιά, όπως και στα χωριά, επειδή οι ιδιωτικοί φούρνοι ήταν λίγοι, οι περισσότερες γυναίκες ζύμωναν το ψωμί στο σπίτι (πολλές φορές την πίτα και το φαγητό) και το πήγαιναν για ψήσιμο στους φούρνους της γειτονιάς κυρίως μέσα σε ταψιά (ή πινακωτές). [Το αλεύρι, μετά το νερόμυλο μεταφέρονταν στο σπίτι, όπου το έβαζαν σε ειδικά ξύλινα αμπάρια. Πριν το ψήσιμο, κοσκίνιζαν το αλεύρι με τη σίτα και το έβαζαν όλη τη νύχτα στην ξύλινη σκάφη για να αναπιάσουν το προζύμι. Το ζύμωναν με τα χέρια και το έβαζαν στην ξύλινη πινακωτή, που πασπάλιζαν νωρίτερα με αλεύρι. Σκούπιζαν καλά τον χτιστό πήλινο φούρνο του σπιτιού, τον άναβαν και έβαζαν μέσα μ’ ένα ξύλινο φτιάρι το καρβέλι. Ακολουθούσε το ψήσιμο]. Οι ιδιοκτήτες των φούρνων, (που ήρθαν αργότερα στο Καρπενήσι και ήταν συνήθως οικογενειακές επιχειρήσεις), για τη διαδικασία του ψησίματος ως καύσιμα, για να πυρώσει ο φούρνος, είχαν ξύλα και κλαδιά. Πληρώνονταν τα ψηστικά με το κομμάτι και πολλές φορές δοκίμαζαν και το φαγητό, για να δοκιμάσουν αν ψήθηκε όπως έλεγαν. Μ' ένα ταψί ψωμί μια μέση οικογένεια περνούσε δύσκολα τη βδομάδα, αφού το ψωμί ήταν η βασική τροφή. Στα χωριά οι οικογένειες είχαν το δικό τους φούρνο, αφού αγοραστό ψωμί δεν υπήρχε τότε. Πόσο μάλλον που ήταν υποτιμητικό για την οικογένεια να τρώει αγοραστό ψωμί. Το αλεύρι ή το σιτάρι έπρεπε να το αγοράζει με το τσουβάλι... Μόνο τα τελευταία χρόνια άλλαξε η νοοτροπία και δεν είναι πια κατηγόριο το αγοραστό ψωμί. Σήμερα υπάρχουν επαγγελματίες αρτοποιοί που πουλάνε ψωμί με το κιλό και ελάχιστες νοικοκυρές ζυμώνουν πότε-πότε. Σήμερα στους φούρνους, εκτός από ψωμί μπορεί κανείς να βρει και πλήθος άλλων παρασκευασμάτων, όπως κουλούρια, τυρόπιτες, γλυκά, τσουρέκια κ.ά., που παλιότερα τά 'φτιαχναν μόνο οι νοικοκυρές, ενώ σπάνια ψήνουν σπιτίσια φαγητά.
Φυστικάς. “Ζεστά, ζεστά. Ο φυστικάς… Στραγάλια, πασατέμπος, φυστίκια”. Ήταν ο αεικίνητος και ακούραστος μικροπωλητής της πλατείας, των γιορτών ή των εκδηλώσεων με τα σπόρια του. Κουβαλούσε το ξύλινο κασελάκι του και τον συναντούσαμε κυρίως στα δημόσια θεάματα. Με το ρακοπότηρο μετρούσε τα σπόρια που θα βάλει στο σακουλάκι του πελάτη. Πολλές φορές τον βρίσκαμε και σε πανηγύρια με μεγαλύτερη πραμάτεια ή στις γιορτές των εκκλησιών. Στη Σωτήρα ή τον Άη Δημήτρη είχε ακόμα λουκούμια με νερό, παστέλια, καραμέλες και άλλα μαντζούνια. Αργότερα έφτιαξε και καροτσάκι με βιτρίνα και την έστηνε κοντά στη βρύση της κεντρικής πλατείας. Το φθινόπωρο γίνονταν και καστανάς. Άλλος πάλι πουλούσε τα σπόρια του στο σινεμά.
Φωτογράφος . "Φωτογράφε, φωτοχάλια μ' έβγαλες με δυο κεφάλια"... Ένα σπουδαίο επάγγελμα, αυτό του πλανόδιου φωτογράφου, έδωσε πλούσιο υλικό στην ιστορική μνήμη του τόπου μας. Η μηχανή του ήταν ένα τετράγωνο κουτί (σκοτεινός θάλαμος ή κάμερα) που στηριζόταν σε τρίποδο. Πίσω από το κουτί ήταν ένα μαύρο κάλυμμα που χωρούσε το μισό κορμί του, όταν φωτογράφιζε. Μέσα στο κουτί είχε τα σκαφάκια με τα υγρά, μέσα στα οποία κουνούσε το χαρτί, μέχρι να “ζωντανέψει” η φωτογραφία. Μετά σκούπιζε το χαρτί με πετσέτα, το έπλενε με νερό και αφού στέγνωνε παρέδιδε έτοιμη τη φωτογραφία.
Χαλκιάς . Αυτός που επεξεργάζονταν το χαλκό, ο σιδεράς
Χαντζής . Ιδιοκτήτης των παλιών υπαίθριων καταλυμάτων, των πανδοχείων (που ονομάζονταν "χάνια", από την περσική λέξη χαν = ξενώνας). Αντίστοιχοι δηλαδή, με τους σημερινούς ξενοδόχους. Τα χάνια εξυπηρετούσαν τους ταξιδιώτες, παρέχοντας στέγη στους ίδιους και στα ζώα τους. Για πάρα πολλά χρόνια ήταν ο μοναδικός σταθμός και το κατάλυμα όλων των κοινωνικών τάξεων, μέσα ή καθ' οδόν έξω από τα χωριά μας. Οικονομικά εύποροι, αλλά και πτωχοί, έμποροι, εμπορευόμενοι και "πραματευτάδες" - "γυρολόγοι", περιηγητές, διαβάτες και μεταφορείς, ταχυδρόμοι και προσκυνητές, μαθητές και "συμπεθερικά", που κινούνταν στην περιοχή, στάθμευαν σ’ αυτά. Εκεί κατέλυαν ακόμη και ομάδες εργατών και μαστόρων (κτιστών, χαλκουργών - "καλαντζήδων", "ντενεκεντζήδων" - φαναρτζήδων κλπ.), που κινούνταν από χωριό σε χωριό για να βρουν εργασία. Όλα είχαν αυλή όπου άραζαν οι αραμπάδες, στάβλους για τα ζώα, και κυρίως δωμάτια για τη διανυκτέρευση των ταξιδιωτών. Παράλληλα διέθεταν χώρους για τις συναθροίσεις και τις αγοραπωλησίες. Χάνια υπήρχαν στο Καρπενήσι και στους δρόμους για τα χωριά. Τα χάνια στη δύσβατη περιοχή μας ήταν πολλά και άφησαν πολλές ιστορίες πίσω τους.
Χτίστης . Οι οικοδόμοι και οι χτίστες κατασκεύαζαν τις λιθοδομές με συνδετική ύλη τη λάσπη. Το συνεργείο που αναλάμβανε μια οικοδομή συγκέντρωνε διαφόρων ειδών τεχνίτες και είχε συγκεκριμένη ιεραρχική οργάνωση. Ο πρωτομάστορας, που είχε το μεγαλύτερο κύρος και εμπειρία λεγόταν "κάλφας", οι βοηθοί του "χτίστες". Οι χτίστες κατασκεύαζαν τα σπίτια "από τα θεμέλια μέχρι τη στέγη", βάσει της εμπειρίας του πρωτομάστορα, ο οποίος είχε τότε τη συνολική ευθύνη της οικοδομής, αναλάμβανε δηλαδή και το ρόλο του πολιτικού μηχανικού και του αρχιτέκτονα, ενώ δεν υπήρχαν επιμέρους ειδικότητες, για το σοβάτισμα και το άσπρισμα. Οι χτίστες ακόμη έκαναν μερεμέτια, επισκεύαζαν παλιά σπίτια κ.ά. Έχτιζαν σπίτια, πελεκούσαν πέτρες, ενώ όπου χρειάζονταν έκαναν και το μαραγκό. Σ’ αυτούς υπάγονται και οι πελεκάνοι που έβγαζαν και πελεκούσαν κατάλληλες για πελέκημα πέτρες κι έκαναν τις καμαρόπετρες, τις μυλόπετρες και τα πελέκια για τις πόρτες και τα παράθυρα. Οι ίδιοι έκαναν καμπαναριά που απαιτούσαν μεγάλη αντίληψη και προχωρημένη τεχνική. Αρκετοί απ' αυτούς ήταν ηπειρώτες, που έφταναν εδώ για δουλειά, ενώ ονομαστοί ήταν οι κτίστες του Κρικέλλου.
Χασάπης ( Κρεοπώλης ). Επειδή παλιά δεν υπήρχαν ψυγεία, για να συντηρήσουν το κρέας, το φρεσκοσφαγμένο το πρωί ζώο έπρεπε να διατεθεί σε 24 ώρες. Τα ζώα έσφαζαν μόνοι τους οι κτηνοτρόφοι και πουλούσαν το κρέας στο χασάπη, αλλά και τα δέρματα σε άλλους εμπόρους για να γίνουν ασκιά, τσαρούχια και άλλα είδη. (Αλλού έδεναν κομμάτια κρέας με σχοινιά και το κατέβαζαν στο βάθος πηγαδιού). Οι χασάπηδες έκαναν περιοδείες στα χωριά για να αγοράσουν ζώα. Αρχικά ήταν πλανόδιοι, αλλά αργότερα στήθηκαν πάγκοι και στεγάστηκαν σε ξύλινες παράγκες. Έπαιρναν τη χαντζάρα, έκοβαν όσο ήθελε η νοικοκυρά κι αφού ξεκρέμαγαν την παλάντζα, ζύγιζε το κρέας...
Σε μας έμειναν κάποια επώνυμα που βγήκαν από τα επαγγέλματα για να θυμούμαστε κι εμείς αυτούς που με όλες τις δυσκολίες της εποχής έβγαζαν το ψωμί τους. Πολλά απο αυτά έχουν τη ρίζα τους σε τούρκικες ονομασίες αλλά αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό αφού μετά από 400 χρόνια σκλαβιά στους τούρκους είχαμε πάρει πολλές τουρκικές λέξεις. Παρακάτω θα αναφέρουμε μερικά επώνυμα της περιοχής μας που έχουν την προέλευσή τους σε επαγγέλματα (που φυσικά σήμερα δεν υπάρχουν) και δίπλα θα αναφέρουμε και την προέλευσή τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου