Οι μπίλιες (γκαζάκια ή γκαζές) ήταν από τα πιο αγαπημένα μας παιγνίδια, μιας και οι μπίλιες ήταν το πρώτο μας και το μοναδικό περιουσιακό μας στοιχείο. Αν κάποιος φίλος μας ξέμενε από μπίλιες, κάναμε έρανο και πρόσφερε ο καθένας ανάλογα με το πόσες είχε.
Οι μπίλιες ήταν χωμάτινες (οι φτηνές) γυάλινες (οι καλές) αλλά υπήρχαν και οι μάνες που ήταν από πορσελάνη και ισοδυναμούσαν με δέκα ή παραπάνω μπίλιες.
Παίζαμε "βόλους" στρώναμε τους βόλους σε μια σειρά, σχεδόν κολλητοί μεταξύ τους, και τα παιδιά έριχναν το καθένα το δικό του βώλο από κάποια καθορισμένη απόσταση, προσπαθώντας να πετύχουν κάποιον από τους "στρωμένους" βώλους. Όποιο βώλο πετύχαινε το παιδί, τον κέρδιζε.
Το μεγάλο πανηγύρι γινόταν όταν έμπαινε και γκαζά στο στρώσιμο και όποιο παιδί κέρδιζε γκαζά, ξεφώνιζε από χαρά και ικανοποίηση.
Συνήθως όμως η γκαζά δεν έμπαινε στο στρώσιμο, επειδή όποιο παιδί την είχε προτιμούσε να τη κρατάει για να σημαδεύει, επειδή ήταν πιο εύστοχη και δεν έχανε το σχήμα της. Οι χωματένιοι βώλοι χάναν γρήγορα τη λεία εξωτερική τους επιφάνεια και, μετά από κάμποσα παιχνίδια, έσπαγαν κιόλας.
Στα τελευταία χρόνια του '50, όσο απομακρυνόταν ο τόπος από τους πολέμους, οι γκαζές αντικατέστησαν εντελώς τους χωματένιους βώλους, οπότε το παιχνίδι ονομάστηκε "οι γκαζές", μια και παιζόταν πλέον μόνο με γκαζές.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου