Ως έφηβο, δε θα με χαρακτήριζα ένα ιδιαίτερα κοινωνικό άτομο. Αν και είχα την άνεση να συναναστρέφομαι σχεδόν με τον οποιονδήποτε, ήμουν ένα αρκετά κλειστό παιδί, βυθισμένο ως επί το πλείστον στα βιβλία, τη ζωγραφική και τη μουσική του.
Απολάμβανα ιδιαίτερα τη λογοτεχνία και το θέατρο, που ήταν και η αγαπημένη μου διέξοδος.
Σε εκείνα λοιπόν τα τρυφερά μου χρόνια, μια μέρα η μητέρα μου και εγώ, αποφασίσαμε να παρακολουθήσουμε τη θεατρική παράσταση «Ποιός φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;».
Με είχε δει άλλωστε, να μελετώ το κείμενο του Έντουαρντ Άλμπι, αρκετό καιρό πριν ανέβει στο σανίδι, με μεγάλη αφοσίωση.
Έτσι, όταν έμαθε πως θα παιζόταν τελικά στο θέατρο και γνωρίζοντας, πως για μένα θα ήταν ένα υπέροχο και συγκινητικό γεγονός, μου έκανε την έκπληξη!
Μάλιστα, λόγω του παιδικού μου ενθουσιασμού και της ιδιαίτερης αγάπης που έτρεφα γι’αυτό, φρόντισε να βρει τις καλύτερες θέσεις, για να απολαύσουμε παρέα μια υπέροχη παράσταση, προκειμένου στη συνέχεια να τη συζητήσουμε, κάτι που ήταν το δικό μας προσφιλές παιχνίδι.
Σε εκείνη την πρώτη σειρά, θυμάμαι, ήταν η πρώτη μου επαφή με τη βαθιά έννοια του θανάτου.
Για να γίνω βέβαια πιο κατανοητός και για να καταλάβετε πως εγώ αντιλαμβανόμουν την έννοια του θανάτου, επιτρέψτε μου να σας ξεναγήσω στην πλοκή του έργου.
Η ιστορία «αγκαλιάζει» δυό ζευγάρια με πρωταγωνιστές το Τζώρτζ και τη Μάρθα. Πρόκειται για ένα σκληρό και ταυτόχρονα εκρηκτικό συνδυασμό.
Η Μάρθα, μια αδίστακτη και σκληρή αντίπαλος, «γδέρνει» την υπόσταση του Τζώρτζ με κάθε τρόπο και με κάθε ευκαιρία, την ώρα που εκείνος φαίνεται να μην παίρνει το πάνω χέρι σχεδόν μέχρι το τέλος του έργου.
Αφού εχει παντελώς ηττηθεί, ταπεινωθεί και εξαπατηθεί, ακόμα και μπροστά σε ένα άγνωστο ζευγάρι που παρευρίσκεται μαζί τους, ο Τζώρτζ αφοπλίζει τη Μάρθα με πέντε μόνο λέξεις:
«Ο γιος μας είναι… νεκρός»
Η Μάρθα τότε, σαν να χάνει τον κόσμο κάτω από τα πόδια της, αντιδρά σ’ αυτήν την είδηση ξεσπώντας σε κτηνώδη ουρλιαχτά και καταρρέοντας στο πάτωμα.
Μπορεί στη συγκεκριμένη παράσταση ο γιός να μη γεννήθηκε ποτέ, όμως κάθε ένας από εμάς τους θεατές θρηνούσε μαζί της, αφού γνώριζε καλά, πως δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να χάνεις κάποιον που αγαπάς.
Ένας κανονικός ακρωτηριασμός, απώλεια μιας αίσθησης στην κυριολεξία… Αλίμονο, δε θα μπορέσω ποτέ να ξεχάσω αυτά τα ουρλιαχτά πένθους και πόνου…
Πέρασε καιρός από τότε. Η παράσταση άφησε πολλά ερωτήματα μέσα μου. Ως έφηβος μπορώ να πω, πως ήμουν αρκετά βέβαιος, πως ο θάνατος ήταν το απόλυτο τέλος του ανθρώπου.
Με τρόμαζε τότε αυτή η ιδέα! Σήμερα, διαβάζοντας και συνεξετάζοντας διάφορες απόψεις και φιλοσοφίες σαν αυτή, η εικόνα του εξελίσσεται μέσα μου σε κάτι πιο ολοκληρωμένο και ταυτόχρονα πολύπλευρο.
Θα ήθελα να πάρω λίγο χώρο για να καταθέσω εδώ γιατί, πλέον, δεν μου φαίνεται ούτε τραγική, ούτε και απεχθής αυτή του η υπόσταση, όπως τουλάχιστον την είχα αντιληφθεί εγώ τότε.
Φαντάζομαι, πως μια τέτοια δήλωση από μέρους μου ίσως και να σας σοκάρει, όμως, αρχικά ως παιδί, στη συνέχεια ως φοιτητής και μετέπειτα ως ενήλικας άντρας, ήμουν σε θέση να ζήσω όμορφα τη ζωή μου!
Μπορεί ενδεχομένως, όχι στο έπακρο, αλλά σε ικανοποιητικό βαθμό πληρότητας και μου φαίνεται φυσικό η ζωή να φτάνει κάποια στιγμή στο τέλος της. Αυτό άλλωστε ισχύει νομοτελειακά.
Βλέπετε, εκτός από αυτή τη πραγματικότητα, αν κοιτάξω ολόγυρά μου, μπορώ να δω άτομα αγαπημένα, που κάποτε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με συνόδευσαν στο μονοπάτι της ζωής μου.
Άτομα που έκλαψαν, γέλασαν, θύμωσαν, συγκινήθηκαν, αλλά και ονειρεύτηκαν μαζί μου. Άτομα, που είναι στη ζωή μου και άλλα που δεν είναι πια, γιατί ο δικός τους ο δρόμος έβγαζε σε διαφορετικές ιστορίες από τις δικές μου.
Θυμάμαι όμως, τα βλέμματα όλων τους με βαθιά συγκίνηση και κάθε φορά που τα συναντώ στις αναμνήσεις μου, διαπιστώνω, πως κατακτώ κάποιο βαθμό «αθανασίας» μέσα από αυτά.
Άλλωστε, όλα εκείνα που μοιραστήκαμε και οι τρόποι με τους οποίους αλληλεπιδράσαμε μεταξύ μας, ανόμοιοι με αυτούς που θα συναντήσουμε σε κάποια άλλη σχέση, ιστορία, βιβλίο ή θεατρική παράσταση, θα συνεχίσουν τουλάχιστον για κάποιο διάστημα να ζουν μέσα μας.
Έτσι, αν εγώ, ως άτομο, οδηγηθώ σε ένα απόλυτο και οριστικό τέλος, οι πτυχές του εαυτού μου θα συνεχίσουν να ζουν με «διάφορους τρόπους» κι αυτό για μένα είναι μια ευχάριστη σκέψη.
Νομίζω, πως κανείς δε μπορεί να ξέρει αν φοβάται το θάνατο ή όχι μέχρι να τον συναντήσει.
Αυτό μου το «πρωτοέμαθε» προσωπικά η Μάρθα, τότε, και την ευχαριστώ για αυτό. Βίωσε το θάνατο του φανταστικού της γιού, τον «ένιωσε» να κλωτσάει μέσα στα ίδια της τα σπλάχνα, όταν ήρθε αντιμέτωπη μαζί του μέσα στα λόγια του συζύγου της.
Τη στιγμή αυτή, θυμάμαι, ο θάνατος έμοιαζε σαν ένα υπέρτατο άλμα μέσα στο σκοτάδι.
Πιστεύω, πως είναι εξαιρετικά πιθανό η συμφιλίωση που αισθάνομαι αυτή τη στιγμή μαζί του να παραμορφωθεί, όταν κι εγώ τον συναντήσω, είτε κατά πρόσωπο, είτε μέσα από έναν άλλον Τζώρτζ.
Προς το παρόν όμως, δεν βιώνω πραγματικά φόβο για τη διαδικασία αυτή. Έτσι, απ’ όσο γνωρίζω, οι φόβοι μου σχετικά με το θάνατο αφορούν κυρίως κάποιες συνθήκες του. Φοβάμαι περισσότερο οποιαδήποτε μακρόχρονη και οδυνηρή ασθένεια, που μπορεί να οδηγήσει στο θάνατο.
Τρέμω στη σκέψη της σκλήρυνσης κατά πλάκας ή του εγκεφαλικού όγκου, μιας μακρόχρονης διαδικασίας πόνου. Θα προτιμούσα ένα γρήγορο τέλος, παρά να βασανίζομαι κατάκοιτος, για να μπορώ να φύγω με αξιοπρέπεια.
Θυμάμαι την υπέροχη γιαγιά μου. Δε θρήνησα τόσο για τον θάνατό της, όσο το γεγονός ότι δυστυχώς δεν κατάφερε να φύγει απο τη ζωή νωρίτερα, χωρίς να ταλαιπωρηθεί από την άνοια, με την αξιοπρέπεια που τη χαρακτήριζε σε όλη της τη ζωή!
Η πεποίθησή μου, ότι ο θάνατος είναι το τέλος της ύπαρξης μας, έχει ωστόσο αλλάξει από τότε, χάρις στη γνώση που αποκτώ σταδιακά, αλλά και από κάποιες φιλοσοφικές απόψεις που ολοένα διαμορφώνω, καθώς εξετάζω επισταμένα διάφορες πληροφορίες.
Εντυπωσιάστηκα αρχικά από τις αφηγήσεις του Raymond Moody (1975), σχετικά με τις εμπειρίες προσώπων, που πλησίασαν τόσο κοντά στο θάνατο, ώστε να θεωρηθούν νεκροί, αργότερα όμως επέστρεφαν στη ζωή.
Θεωρώ επίσης ενδιαφέρουσες τις απόψεις του Arthur Koestler, που υποστηρίζει, πως η ατομική συνείδηση δεν είναι παρά ένα τμήμα της κοσμικής, εκείνο που απορροφάται ξανά από την ίδια με το θάνατο του ατόμου.
Με εμπνέει πολύ ο υπέροχος παραλληλισμός του με το ποτάμι που τελικά χάνεται στα παλιρροϊκά νερά του ωκεανού και ρίχνει το λασπώδη βούρκο του, καθώς εισέρχεται ορμητικά στην ατέλειωτη θάλασσα.
Το γεγονός είναι ένα. Οι περισσότεροι απο εμάς αναρωτιόμαστε, τι άραγε συμβαίνει την ώρα που το σώμα και το πνεύμα διαχωρίζονται και τι ακολουθεί μετά το θάνατο; Υπάρχει επαναγέννηση ή όλα τελειώνουν εκεί;
Αυτές οι σκέψεις στριφογυρίζουν στο μυαλό μου συχνά και βρήκα ιδιαίτερες οπτικές στο βιβλίο του Λάμα Όλε Νύνταλ.
Αντιλαμβάνομαι, πλέον, πως υπάρχουν πάντα τρόποι για να καταλάβεις τους φόβους σου και να τους μετασχηματίσεις σε μια «γαλήνια κατάσταση του πνεύματος γνωρίζοντας ότι ακολουθεί μια ανείπωτη εμπειρία απελευθέρωσης και ευδαιμονίας».
Ο θάνατος δε μου θυμίζει ένα χτικιό, κακό και άσχημο πλέον. Αναζητώ αυτά τα φιλοσοφικά μονοπάτια και ό,τι μπορεί να με κάνει να εκτιμήσω καλύτερα το «εδώ και τώρα».
Να γνωρίσω, να κατανοήσω βαθειά μέσα μου τη δική μου υπόσταση και να ρουφήξω τη ζωή σε βάθος με πάθος, με αγάπη και δίχως φόβο.
Στα αυτιά μου, ώρες – ώρες, η λέξη θάνατος μπορεί να φαίνεται ακόμα και ως ένας ευγενικός σύμβουλος, που σκύβει μαλακά στο αυτί να μου υπενθυμίσει, πως είμαι τόσο τυχερός, αφού κάθε μέρα μπορώ να απολαμβάνω αυτό το δυνατό και λαμπερό φως του ήλιου και το γαλάζιο της θάλασσας,
…που με κάνει να νιώθω το ευεργετικό κρύο του χειμώνα και τη θαλπωρή της άνοιξης, να μπορώ να «τσαλακωθώ» με τα παιδιά μου στον πολύχρωμο παιδικό σταθμό, που εργάζομαι σήμερα και που πάνω απο όλα μπορώ να αισθάνομαι και να νιώθω αγάπη για τους ανθρώπους γύρω μου.
Έτσι, μπορώ να λέω στους αγαπημένους μου, με κάθε ευκαιρία, πόσο βαθιά τους αγαπώ, γιατί έρχονται και βράδια που είναι πολύ σκληρό να σταθείς δυνατός μπροστά στις αναμνήσεις… που δε πρόλαβες να χτίσεις!
Το άρθρο έγραψε ο Γεώργιος Φραγκάκης / Ψυχολόγος,Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας
Βιβλιογραφία:
1)... «A way of being» (1980) υπο Rogers, C.
2)... «Για τον θάνατο και την επαναγέννηση» (2014) υπο Λάμα Όλε Νύνταλ.
thessalonikiartsandculture.gr , animartists.com
Βιβλιογραφία:
1)... «A way of being» (1980) υπο Rogers, C.
2)... «Για τον θάνατο και την επαναγέννηση» (2014) υπο Λάμα Όλε Νύνταλ.
thessalonikiartsandculture.gr , animartists.com
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου