Ο αθηρωματικός δείκτης αφορά στα επίπεδα χοληστερίνης που υπάρχουν στον οργανισμό μας και είναι εξαιρετικά χρήσιμος για την αξιολόγηση του κινδύνου καρδιαγγειακών παθήσεων.
Ο αθηρωματικός δείκτης δεν αποτελεί όμως κριτήριο για το σχεδιασμό θεραπευτικού πλάνου με στόχο τη μείωση του κινδύνου καρδιοπάθειας.
Τα συνολικά επίπεδα της χοληστερίνης και τα επίπεδα της LDL, η οποία χαρακτηρίζεται ευρέως ως «κακή» χοληστερίνη, αποτελούν πιο χρήσιμους δείκτες για να επιλεγεί η κατάλληλη αγωγή.
Ο αθηρωματικός δείκτης μπορεί να υπολογιστεί με δύο τρόπους: διαιρώντας τη συνολική χοληστερίνη με την HDL («καλή» χοληστερίνη) ή υπολογίζοντας την αναλογία LDL και HDL. Συνήθως χρησιμοποιείται η πρώτη αναλογία.
Για παράδειγμα, εάν η συνολική χοληστερίνη είναι 200 mg/dL (5,2 mmol/L) και η HDL είναι 50 mg/dL (1,3 mmol/L), ο αθηρωματικός δείκτης είναι 4 προς 1.
Ας υποθέσουμε ότι κάποιος έχει συνολική χοληστερίνη 280 mg/dL και HDL 70 mg/dL.
Εκ πρώτης όψεως, επειδή η συνολική χοληστερίνη είναι μεγαλύτερη απ' ότι στο πρώτο παράδειγμα, θα πίστευε κανείς ότι ο άνθρωπος αυτός διατρέχει μεγαλύτερο κίνδυνο καρδιοπάθειας.
Όμως ο αθηρωματικός δείκτης και στην περίπτωση αυτή είναι 4 προς 1, άρα οι δύο άνθρωποι αντιμετωπίζουν τον ίδιο κίνδυνο.
Σύμφωνα με την Αμερικανική Ένωση Καρδιολογίας, στόχος μας πρέπει να είναι να διατηρούμε την αναλογία στο 5 προς 1 ή χαμηλότερα.
Ιδανικά, ο αθηρωματικός δείκτης πρέπει να είναι 3,5 προς 1. Όσο υψηλότερη είναι η αναλογία, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος καρδιοπάθειας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου