Ο φόβος ότι θα σε ξανασυναντούσα πάντα βάραινε την ψυχή μου, φώλιαζε μέσα της και της έτρωγε τα σωθικά. Άραγε πως θα ήσουν; Η σκέψη σου, μου είχε στερέψει τις νύκτες τον ύπνο και με έκανε να αναρωτιέμαι την ώρα που θα σε πρωτοαντίκριζα. Ψηλό, αγέρωχο, αυστηρό δίχως συναισθήματα, με παγωμένα μάτια και με κοφτερό βλέμμα. Έτοιμο να κατασπαράξει όσους τόλμησαν να ορθώσουν το ανάστημα τους και να σου εναντιωθούν.
Να φύγουν από το κάστρο σου, το γεμάτο με γνώριμους δρόμους, που όμως πλήγιαζαν τα πόδια με τα αγκάθια και τις πέτρες τους, σε όποιον δεν ήθελε να τους περπατήσει.
Που ήθελε να ψάξει να βρει νέα μονοπάτια, που θα τον οδηγούσαν σε μακρινούς λεωφόρους, να περιπλανηθεί στο καινούργιο, στο διαφορετικό, σε ότι φάνταζε στα μάτια σου ως ξένο. Σε εκείνο, που πάντα κατέκρινες και στηλίτευες ανελέητα όποιον τολμούσε να κάνει το ταξίδι στο όνειρο.
Η ώρα φτάνει και εγώ νιώθω ανέτοιμη και ανήμπορη να σε αντιμετωπίσω. Ζούσα με την ψευδαίσθηση ότι ήσουν ένας ακόμα άθλος που θα έφερνα σε πέρας, ένα ακόμα βουνό να ανέβω. Ξαφνικά ένιωσα να δειλιάζω, το βήμα μου έγινε βαρύ και ασήκωτο. Η αγωνία κρατεί δεμένη την πόρτα της ψυχής μου και την εμποδίζει να ανοίξει τα φτερά που τόσο καιρό έφτιαχνα.
Όμως, είσαι εκεί μπροστά μου, χωρίς τα μεγαλόπρεπα ρούχα σου, εκείνα που πάντα θαύμαζα και φοβόμουν, όταν σε έβλεπα να περιφερόσουν. Και εγώ μικρή τρόμαζα και κλεινόμουν ακόμα πιο πολύ στο καβούκι μου, μόνη και ανυπεράσπιστη. Όμως, έχασες το ύψος σου, τα χρόνια βάρυναν την πλάτη σου και τα μαλλιά σου άσπρισαν. Μόνο τα μάτια σου διατηρούν ακόμα αυτή την κρυφή τους λάμψη.
Αλλά ξαφνικά έσπασε η πόρτα που μου έκλεινε τον δρόμο. Είμαι εκεί μπροστά σου. Σε κοιτάω βαθιά μέσα στα μάτια, όπως ποτέ δεν τόλμησα. Νιώθω να φεύγει το βάρος από πάνω μου και σου μιλάω. Μα τι κάνω; Ξέχασα; Θα χαιρετήσω όποιον με πόνεσε και με βασάνισε;
Εκείνον που μου στέρησε την ανεμελιά και το γάργαρο γέλιο; Μου δίνεις το χέρι και εγώ χωρίς δισταγμό ανταποκρίνομαι στο κάλεσμα σου. Γίνομαι ένα μαζί σου και πέφτω στην αγκαλιά σου. Αφήνω να ανοίξουν οι κάνουλες της ψυχής μου και τα δάκρυα μου γίνονται ποτάμι που μέσα τους ταξιδεύει πλέον το καράβι που μου φέρνει την λύτρωση.
Αφήνομαι στο χάδι σου και το μυαλό μου ταξιδεύει και γυρνάει πίσω. Στην αρχή, την ώρα που πήρα την απόφαση να περάσω στην απέναντι όχθη του ποταμού και να ανοίξω πόλεμο μαζί σου. Να αφήσω το μίσος που φώλιαζε μέσα μου να ξεχυθεί και να γίνει πείσμα.
Εκείνο ήταν που μου κράταγε ζεστό το χέρι τις κρύες νύκτες, μέσα στους χειμώνες και στις καταιγίδες που πέρασα. Ήξερα ότι δεν θα γύρναγα ποτέ πίσω, αν δεν καθάριζα την ψυχή και δεν αλάφρωνα το μυαλό μου. Να έβρισκα την δύναμη μέσα μου να φέρω την άνοιξη στην καρδιά μου, να απελευθερώσω κάθε κύτταρο του κορμιού και του μυαλού μου.
Αλήθεια τώρα που με κρατάς έτσι γλυκά και τρυφερά στην αγκαλιά σου νιώθω ότι έριξα και τα τελευταία κάστρα μέσα μου. Επιτέλους συμφιλιώθηκα μαζί σου. Αποδέχτηκα ότι για πάντα θα σε κουβαλάω μέσα μου όπου και αν πάω αλλά έχω και τη δύναμη μαζί μου που μου δίνουν οι νέοι δρόμοι που περπάτησα.
Τώρα ανάλαφρη χωρίς φόβους θα ανοίξω το σεντούκι των αναμνήσεων που έκρυβα βαθιά μέσα μου. θα σου πω πως το κουβάρι που ήμουν άρχισε να ξετυλίγεται και να απλώνεται μπροστά σε όλους. Να γίνεται μεταξωτή κόκκινη κλωστή, που με το πάθος και την ένταση που την διακρίνει απλώθηκε παντού.
Το άρθρο έγραψε η Μαρία Μουδάτσου, Κοινωνική Λειτουργός – Ψυχοθεραπεύτρια (μέλος E.F.T.A. Ε.Λ.ΕΣ.Υ.Θ), Διδάκτορας Επιστημών Υγείας (Ιατρική Σχολή) Πανεπιστημίου Κρήτης.
enallaktikidrasi.com
enallaktikidrasi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου