Disqus


***
SEARCHING THE BLOG

Loading




SEARCHING


Τελευταίες ... Αναρτήσεις

Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑ … ΣΕ ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ !!!

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ

...Δεν Ελπίζω Τίποτα, Δεν Φοβάμαι Τίποτα, Είμαι Ελεύθερος. ...Ζούμε Μόνοι, Πεθαίνουμε Μόνοι, Το Ενδιάμεσο Φωτεινό Σημείο Το Λέμε Ζωή. ...Ελευτεριά Θα Πει Να Μάχεσαι Στη Γης Χωρίς Ελπίδα. ...Θεός Θα Πει Να Κυνηγάς Θεό Στον Αδειανόν Αγέρα. ...Ολάνθιστος Γκρεμός Της Γυναικός Το Σώμα. ...Πιο Δυνατή Η Ψυχή Από Την Ανάγκη, Και Δε Συχωρνάει. ...Τι Θα Πει Λεύτερος; Αυτός Που Δεν Φοβάται Το Θάνατο. ...Ότι Δεν Συνέβη Ποτέ, Είναι Ότι Δεν Ποθήσαμε Αρκετά. ...Αλίμονο Σε Όποιον Ζει Στην Έρημο Και Θυμάται Του Κόσμου. ...Αγωνιζόμαστε Για Τα Άφταστα, Και Γι' Αυτό Ο Άνθρωπος Έπαψε Να Είναι Ζώο. ...Ο Αληθινός Χριστός Περιπατάει Και Αγωνίζεται Μαζί Με Τους Ανθρώπους. ...Τα Τετραθέμελα Του Κόσμου Τούτου: Ψωμί, Κρασί, Φωτιά, Γυναίκα. ...Έχεις Τα Πινέλα, Έχεις Τα Χρώματα, Ζωγράφισε Τον Παράδεισο Και Μπες Μέσα. ...Η Πετρά, Το Σίδερο, Το Ατσάλι Δεν Αντέχουν. Ο Άνθρωπος Αντέχει. ...Αν Μια Γυναίκα Κοιμηθεί Μόνη, Ντροπιάζει Όλους Τους Άντρες. ...Ω Πολυφίλητο Κορμί, Το Πιο Κρυφό ‘Σαι Μονοπάτι. ...Η Στερνή Η Πιο Ιερή Μορφή Της Θεωρίας Είναι Η Πράξη.

*

Έλληνες γρηγορείτε ~ Εάλω η πατρίδα μας .!!!

*

ΥΠ' ΟΨIΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ !!!


«Το πρώτο βήμα για να εξοντώσεις ένα έθνος, είναι να διαγράψεις τη μνήμη του.

Να καταστρέψεις τα βιβλία του, την κουλτούρα του, την ιστορία του.

Μετά να βάλεις κάποιον να γράψει νέα βιβλία, να κατασκευάσει μια νέα παιδεία, να επινοήσει μια νέα ιστορία ...

Δεν θα χρειαστεί πολύς καιρός για να αρχίσει αυτό το έθνος να ξεχνά ποιο είναι και ποιο ήταν.

Ο υπόλοιπος κόσμος γύρω του θα το ξεχάσει ακόμα πιο γρήγορα».

"Μίλαν Κούντερα" (Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης)

*

Η Ενημέρωση Έρχεται Κοντά σας !!!

Η Ενημέρωση Έρχεται Κοντά σας !!!

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2016

Επαγγέλματα που χάνονται στο χρόνο !!!



Ο Ρινιαστής: Ερινοί λέγονται τα αρσενικά σύκα [οι ορνιοί] που βάζουν οι συκοπαραγωγοί στις συκιές για να γονιμοποιηθούν και να κάνουν σύκα. Αυτά είναι σύκα που τα παίρνουν από αρσενικές συκιές ή αγριοσυκιές και τα περνούν σε κλωστές για να είναι εύκολο το κρέμασμα στις κανονικές [θηλυκές] συκιές. Ετσι όταν οι έρινοι ξεραθούν σκάζουν και βγαίνουν από αυτούς τα ωάρια της γονιμοποίησης που με τα έντομα και τον αέρα γονιμοποιούν τα άλλα. Οι άνθρωποι αυτοί που μάζευαν, αποθήκευαν και πωλούσαν τους ορνιούς ή ερινιούς λέγονταν ερινιαστές ή ρινιαστές.

Ο ξυλοκερατάς: Ο ξυλοκερατάς ήταν ειδικός στην επεξεργασία των κεράτων των ζώων και ιδίως των κριαριών. Οταν πάρουμε κάποιο κέρατο από ζώο και ιδίως από κριό, επειδή αυτό έχει σαν συστατικό το βούτυρο και την κερατίνη και άλλα υλικά, και το ζεστάνουμε αυτό γίνεται εύπλαστη ύλη. Έτσι ο τεχνίτης μπορεί να κάνει κοχλιάρια κοινώς χουλιάρια ή κουτάλια, πιρούνια, τσατσάρες, κουμπιά και ότι άλλο σοφιστεί εκείνη τη στιγμή. Το πελέκημα που κάνει σε αυτά τα κέρατα μπορεί να είναι ένα σκάψιμο για να γίνει κάποιο κουτάλι που θέλει πλατύ κεφάλι .Αυτό γίνεται με αιχμηρό εργαλείο, φαλτσέτα ή κοφτερό μαχαίρι. Αυτά τα υλικά από το κέρατο, μπορούσαν να συνδυαστούν και με ξύλινη λαβή , καμιά φορά για οικονομία στα μαχαίρια και στα πιρούνια... Πολλές φορές ατόφια εχρησιμοποιούντο για λαβές σπαθιών, κρητικών μαχαιριών, κατασκευές χτενών και πολλών άλλων διακοσμητικών ειδών. Στην αρχαιότητα χρησιμοποιούσαν χαυλιόδοντες από αγριογούρουνα, όπως και ελεφαντόδοντες .Πολλά είδη στολισμού των γυναικών στην αρχαιότητα, όπως τα περιδέραια ήταν από κόκαλα, όπως και πολλά γεωργικά εργαλεία. Αρα δεν είναι των τελευταίων ετών η δουλειά του ξυλοκερατά.

Ο Σαματατζής: Ο σαματατζής ήταν πληρωμένος ταραξίας δημοσίων συγκεντρώσεων είτε από κάποια πολιτική ή συντεχνιακή παράταξη είτε μεμονωμένο υποψήφιο, έτσι που να είναι έτοιμος να δράσει σε κάποια δεδομένη στιγμή. Όταν ο εκπρόσωπος κάποιας παράταξης δυσκολευτεί να συνεχίσει σε κάποια κόντρα, ο σαματατζής θα επέμβει με φωνές και ακατονόμαστες φράσεις που να διεγείρει το θυμό των άλλων, ώστε να διακοπεί η συνεδρίαση. Θα μπορούσε να ήταν και ομάδα σαματατζήδων και όχι ένας.Τέτοιες ομάδες δεν είχαν ιδεολογία αλλά ήταν ευκαιριακοί χειροκροτητές, τοιχοκολλητές, αβανταδόροι και παρατρεχάμενοι. Κινδύνευαν καμιά φορά να παρεξηγηθούν, να στριμωχτούν και να φάνε ακόμη και ξύλο. Μα και αυτό ήταν στο πρόγραμμα. Βλέπεις τα αγαθά «κόποις κτώνται» που λέγανε και οι Αρχαίοι ημών πρόγονοι. Μα θα μου πείς είναι δουλειά αυτή βρέ φίλε. Προκειμένου να είσαι σαν τους άλλους που τρώνε ξύλο στα κέντρα διασκεδάσεως γιατί χαλάνε την παραγγελιά, είναι προτιμότερο να χαλάς μια συγκέντρωση που στο κάτω - κάτω μπορείς να φας ή και να δώσεις ξύλο. Ο καρπαζοεισπράκτορας, ήταν αυτός που μάζευε καρπαζιές από υποτίθεται παλικαράδες. Έτρωγε τις καρπαζιές του και αργότερα έπαιρνε τα λεφτά του. Αν θα τους ρωτούσαν όλους αυτούς που περιγράψαμε, τί επάγγελμα κάνουν θα μας απαντούσανε με στόμφο: ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ. Αυτό ακριβώς ήταν. Επιχειρούσαν και ότι βγεί.

Κολαουζέροι: Οι κολαουζέροι ήταν επιφορτισμένοι με το μέτρημα του χρόνου που χρειαζόταν κάποιος βουτηχτής σφουγγαριών να παραμείνει στη θάλασσα. Δεν είχαν ρολόγια για να μετρούν τον χρόνο, αλλά είχαν την γνωστή μας κλεψύδρα. Η κλεψύδρα είναι διπλό γυάλινο δοχείο που έχει δύο κοιλιές. Για να μετρήσουν τον χρόνο γεμίζουν με νερό την μιά κοιλιά και την αναποδογυρίζουν για να μεταφερθεί το νερό με το σταγονόμετρο που λέγανε, στην άλλη. Η αντίστροφη θέση της κλεψύδρας χρειαζόταν πάλι τον ίδιο χρόνο. Στην αρχή ήταν πήλινα δοχεία, αργότερα έγιναν γυάλινα και τελευταία από διαφανές υλικό. Τώρα δε χρειάζονται γιατί τον χρόνο τον μετράμε με ρολόγια. Αλλες κλεψύδρες δούλευαν με ψιλή άμμο ή χρωματιστά υγρά. Ο κολαουζέρης, κατά διαταγή του αφεντικού του, όταν μάλιστα είχαν βρεί καλό πάγκο και έβγαζαν πολλά σφουγγάρια, παρέτεινε το χρόνο παραμονής του σφουγγαρά στη θάλασσα. Τούτο είχε σαν συνέπεια να παθαίνουν πολλές ζημιές οι βουτηχτάδες από τη νόσο των δυτών. Για να γίνει καλά κάποιος δύτης που είχε πάθει ζημιά έπρεπε να πάθει και δεύτερο τράνταγμα για να επανέλθει στα συγκαλά του. Μαντζαρόλι λεγόταν το άδειασμα της κλεψύδρας. Η φράση και στον κολαουζέρη κρέμεται η ζωή μας τα λέει όλα. Σήμερα εμείς λέμε για κάποιον που μας παρακολουθεί. Μας παριστάνει τον κολαούζο, ή για κολαούζο σε πείραμε και όχι για κολαουζέρη.

Γουναράς Αλεπούς και Ατσίδα: Ο ατσίδας είναι είδος κουναβιού με πολύ δυνατή όσφριση. Ετσι εντοπίζει εύκολα τη νύχτα τις κότες που όταν τις βρεί τις πνίγει και τους ρουφάει το αίμα.Είναι παμφάγο και τρώει σταφίδες σύκα και όλα τα φρούτα που υπάρχουν στους κήπους. Πιό πολύ μοιάζει με το κουνάβι ή το σκίουρο [γκρί-καφετί]. Πιανότανε με δόκανο στο χιονιά, με δόλωμα σύκο ή κρέας. Ο κυνηγός τον έπιανε και τον έγδερνε. Πούλαγε το δέρμα για τη γούνα που έβαζαν οι γυναίκες στα παλτά [μινγκ]. Γιά την αλεπού είχαμε ειδική άδεια από τα Δασαρχεία και Νομαρχίες να τη σκοτώνουν γιατί ήταν στα επικυρηγμένα ζώα. Ετσι οι κυνηγοί έστηναν καραούλι να σκοτώνουν επικυρηγμένα ζώα. Πήγαιναν τα πόδια ή τις ουρές και τις παρουσίαζαν στα τοπικά γραφεία. Επαιρναν το χαρτζιλίκι και ευχαριστημένοι έφευγαν. Το ίδιο γινόταν και με άγρια πουλιά, όπως καρακάξες, κίσσες, κοράκια και κουφογερακίνες. Ολα αυτά ήταν αρπαχτικά και έτρωγαν τα κοτόπουλα. Ευτυχώς που εναντιώθηκαν διάφορες Οικολογικές οργανώσεις και μείς σήμερα μπορούμε να δούμε κάποιο που περίσσεψε από τότε και που κινδυνεύει σήμερα πολύ περισσότερο από τα φυτοφάρμακα. Τις ουρές τις έπαιρναν γουναράδες και έκαναν διάφορες γούνες. Οι πιό καλές ουρές των αλεπούδων είναι οι Καναδέζικες. Από τα υπολείματα αυτών των κοματιών κάποιοι άλλοι επιτήδιοι [ατσίδες] έκαναν διάφορα μικροσκοπικά ζωάκια. Αυτά τα έβαζαν σε σελοφάν και τα πουλούσαν στα ζαχαροπλαστεία και σε άλλα καταστήματα σαν είδη δώρων. Αυτό το εμπόριο το είχα κάνει κι εγώ όταν πρωτοξεκίνησε στην Αθήνα από τον Στέλιο Τζανταρμά που το εμπνεύστηκε. Το κακό με αυτόν ήταν ότι έπαιρνε γούνες γυναικών γιά διόρθωμα και στο τέλος οι γούνες γίνονταν σκυλάκια.

Ο Καπνοδοχοκαθαριστής: Ο καθαριστής της καμινάδας ήταν παλιός επαγγελματίας που κατά τη δουλειά του ανήκε στη μαύρη φυλή και όταν πήγαινε στο σπίτι του και πλενόταν ήταν στη λευκή.Ο καθαριστής ή μάλλον οι καθαριστές, γιατί ήταν δυό και τρείς, ήταν ειδικοί στον καθαρισμό της καπνιάς της καμινάδας των σπιτιών, γραφείων, δημοσίων χώρων, ταβερνών, φούρνων και αλλού. Τα υλικά που χρησιμοποιούσαν ήσαν πρωτόγονα γιατί δεν υπήρχαν τα σημερινά βοηθήματα. Είχαν σκοινιά, αφάνες, τσαλιά, πανιά ξύστρες, σκάλες και γάντζους. Πήγαιναν σε κάποια οικοδομή και άρχιζαν την εργασία τους.Εκαναν αναγνώριση του χώρου. Κάποιος ανέβαινε στην κορυφή της καμινάδας και κρεμούσε ένα σκοινί. Ο άλλος που ήταν κάτω στο τζάκι, έδενε από το σκοινί τα φρόκαλα, τσαλιά, αφάνες και όσα άλλα είχε που θα μπορούσαν να ξύσουν την κάπνα που υπήρχε στο εσωτερικό της καμινάδας.Η μουτζούρα έπεφτε στο τζάκι και την μάζευαν και την έδειωχναν από αυτό. Επειδή πολλές φορές η κάπνα ήταν λαδωμένη και έπεφτε επάνω τους, δεν έβγαινε χωρίς σαπούνι. Επρεπε να πάνε στα σπίτια τους, να πληθούν με καφτό νερό για να βγεί. Δεν χρειαζόταν να τον ρωτήσεις τί δουλειά έκανε γιατί από τα ρούχα του και τη μουτζούρα του καταλάβαινες ότι ήταν καθαριστής μουτζούρας, καπνιάς καμινάδας και όχι μπαρουτοκαπνισμένος.

Ο Ντιβανάς [για συρμάτινα ντιβάνια]: Ντιβανάς είναι ο κατασκευαστής ντιβανιών, κρεβατιών με συρματένιο δίκτυ. Επίσης, είναι και ο επιδιορθωτής ντιβανάς. Εμείς αυτόν θα περιγράψουμε που γύριζε στις γειτονιές με ένα ζεμπίλι με μιά κουλούρα σύρμα, δυό τανάλιες, πένσες, καρφιά, σφυριά και μερικά άλλα εξαρτήματα. Στις γειτονιές που πήγαινε φώναζε και ξαναφώναζε ο ντιβανάς "ντιβάνια επισκευάζω" και ότι άλλο του ερχόταν στο μυαλό. Ηταν δύσκολη δουλειά γιατί τα ντιβάνια έστω και χαλαρωμένα χρησιμοποιούνται. Δεν είναι σαν τα πάνινα που σκίζονταν και έπεφτες στο πάτωμα. Η κυρά έβγαζε στην αυλή το ντιβάνι και αυτός σαν ειδικός του έριχνε την πρώτη ματιά και έκοβε ταρίφα. Μαντάμ να του βάλουμε ανοξείδωτο ή γαλβανιζέ σύρμα που να μη κόβεται και να μη σκουριάζει. Αμα είναι έτσι πάει τόσο, άμα είναι αλλιώς πάει τόσο κ.λ.π.
Η συμφωνία κλεινότανε και ο τεχνίτης μάστορας άρχιζε τη δουλειά. Εσφιγγε με κάποια μέγγενη τις άκρες, που τις τέντωνε να πάρουν την ευθεία του κρεβατιού και να μην κάνουν γούβα. Αυτό ήταν το στιμόνι που λένε στον αργαλειό. Μετά έπαιρνε τα κάθετα σύρματα [υφάδια] και τα τέντωνε και αυτά και τα κάρφωνε στις σανίδες. Εβαζε και το στρώμα και έτσι η κυρά μπορούσε να κοιμηθεί και επί τέλους να τεντώσει τα πόδια της. Σήμερα και αυτός έχασε τη δουλειά του γιατί τα κρεβάτια είναι ξύλινα και κάτω από το στρώμα υπάρχουν σανίδες. Τα στρώματα είναι πολύ καλά, ανατομικά και έτσι έπαψε η ταλαιπωρία με τα σύρματα που λύγιζαν και που καμιά φορά τρυπούσαν και τα στρώματα.

Ο Σαλεπιζτής: Ενας από τους γραφικότερους πλανόδιους επαγγελματίες της παλαιότερης εποχής ήταν ο σαλεπιτζής. Στην τούρκικη γλώσσα salep σημαίνει σαλέπι και salepci o παρασκευαστής και πωλητής του ποτού, ο σαλεπιτζής.
Το σαλέπι είναι σκόνη από αποξηραμένους βολβούς διαφόρων ορχεοειδών. Η σκόνη βράζεται με ζάχαρη η μέλι και αρωματίζεται με πιπερόριζα. Το ομώνυμο ποτό είναι θρεπτικό λόγω του αμύλου και της γόμας που περιέχει καθώς και θερμαντικό λόγω της παχύρρευστης μορφής του.
Το στέκι του ο σαλεπιτζής το διάλεγε με βάση τις περιοχές που σύχναζαν οι ξενύχτηδες και εκείνοι που άρχιζαν τη δουλειά τους αξημέρωτα (οικοδόμοι, εργάτες κλπ). Θυμάμαι πριν από πολλά χρόνια κάποιες φορές όταν τύχαινε να ξενυχτήσουμε, κατεβαίναμε στην Πλ. Ομονοίας για να αγοράσουμε την εφημερίδα της επομένης ημέρας (πάντα τις έβρισκες πρώτα στα περίπτερα του κέντρου) και μετά αναζητούσαμε τον σαλεπιτζή για ένα ρόφημα που σε βοήθαγε να ξεχάσεις την παγωνιά της νύχτας.
Εκεί στο στέκι του, όση ώρα αυτός ετοίμαζε το ζεστό ρόφημα, δημιουργούσε ένα κλίμα ευθυμίας αλλά και αντιπαραθέσεων, προκαλώντας τους πελάτες που περίμεναν μέσα στην παγωνιά, και θίγοντας θέματα που αφορούσαν την πολιτική επικαιρότητα, την καθημερινότητα και οτιδήποτε ήταν ικανό να "ανάψει τα αίματα". Ετσι οι θαμώνες ζεσταίνονταν έως ότου εκείνος ολοκληρώσει την παρασκευή του θαυματουργού ροφήματος.
Ο σαλεπιτζής ήταν από τους γραφικούς τύπους. Ντυμένος στά άσπρα, φορούσε έναν ψηλό σκούφο όπως αυτός του μάγειρα, τα σκεύη που χρησιμοποιούσε ήταν μπρούτζινα, πολύπλοκα αλλά συνήθως καλογυαλισμένα και πεντακάθαρα. Τα μετέφερε κρεμασμένα από τους ώμους του στα άκρα ενός ξύλινου κομματιού.
Το επάγγελμα του σαλεπιζτή είναι ένα από τα επαγγέλματα που εξαφανίζονται. Όμως θα έλεγα πως τα στέκια που δημιουργούνταν με την παρουσία του αποτέλεσαν ένα είδος πρώιμου/πρόχειρου υπαίθριου "καφενείου" όπου οι θαμώνες είχαν την ευκαιρία να ενημερωθούν για την επικαιρότητα αλλά και να ανταλλάξουν τις απόψεις τους.

Ο Λατερνατζής: Ο λατερνατζής γυρνούσε τη μανιβέλα της “ρομβίας” και έπαιζε το “Τεζόρο μίο” πλάι στα γερτά ξύλινα πατζούρια. Η λατέρνα είναι ένα αυτόματο μουσικό όργανο που αν και ογκώδες δεν χρησιμοποιείται μόνο σε κλειστούς χώρους αλλά συχνά μεταφέρεται σε ανοιχτούς χώρους, πλατείες και γειτονιές.
Είναι ένα όργανο που δημιούργησε πολλά συναισθήματα στους Έλληνες και βοήθησε πολύ στην εξάπλωση και διάδοση ήχων που είναι αγαπητοί ακόμα και σήμερα. Πολλοί έχουν να πουν κάποια ιστορία που ξέρουν ή έχουν ακούσει γύρω από κάποια λατέρνα. Υπήρξαν όμως και πολλά προβλήματα που την ταλαιπώρησαν μέσα στο πέρασμα του χρόνου με αποτέλεσμα να την περιθωριοποιήσουν.
Επίσης πρόβλημα στην μελέτη της δημιουργεί η έλλειψη βιβλιογραφίας, μιας και όποια τυχόν υπάρχει είναι ανεπαρκής έως και λανθασμένη. Αυτό συμβαίνει γιατί οι ερευνητές δεν ασχολήθηκαν με την τέχνη της λατέρνας αλλά προέβησαν σε μια απλή περιγραφή της. Παρόλα αυτά ακόμα και σήμερα υπάρχουν γωνιές και γειτονιές που κάποιος μπορεί να ακούσει και να σιγοτραγουδήσει παλιές αγαπημένες μελωδίες

Ο Αμαξάς: Ο αμαξάς γεννήθηκε από την ανάγκη των ανθρώπων να μετακινηθούν είτε μόνοι, είτε με παρέα πιο γρήγορα από το ένα μέρος της πόλης στο άλλο. Έτσι μιας και είχε βρεθεί ο τροχός και τα πρώτα κάρα έκαναν την εμφάνισή τους, ξεκίνησαν και οι πρώτες ανθρωποκίνητες άμαξες. Κάποιες φορές έδιναν στον επιβάτη το καμτσίκι να δείρει το ζώο για να προχωρήσουν πιο γρήγορα.
Αφού έφταναν στον προορισμό τους, έπαιρναν την αμοιβή τους για να συνεχίσουν τον αγώνα της επιβίωσης. Επειδή η κούραση ήταν μεγάλη, την θέση τους την παραχωρούσαν στην ιππήλατη άμαξα. Δεν είχε σημασία αν την έσερνε γάιδαρος ή άλογο, την ίδια δουλειά έκανε. Στην πορεία βγήκαν άμαξες με δύο, τρία ή και τέσσερα άλογα ομοίου ή διαφορετικού χρώματος. Στόλισαν και ομόρφυναν τις καρότσες με δερμάτινα καθίσματα, με γυαλιστερά μπακίρια, με διακοσμητικές ταινίες και με κρόσσια, με χαϊμαλιά στα άλογα, με καπέλα δικά τους και των αλόγων κ.λ.π.

Υπήρχαν επίσης οι βασιλικές άμαξες που οι πρίγκιπες και οι βασιλιάδες έκαναν την βόλτα τους και έδειχναν την αρχοντιά τους, στους βασιλικούς γάμους. Από την αντίθετη πλευρά ήταν και οι αμαξάδες που μετέφεραν τους νεκρούς στις κηδείες, τις λεγόμενες νεκροφόρες.

Ο Γιωργούδης πάνω στο μουλάρι του. ( Αρχείο Ανυφαντή ) { φωτογρ. ΑΝΩ }

Ο Τσαμπάσης: Ο τσαμπάσης ήταν ο άνθρωπος που είχε την λαλίστατη γλώσσα από όλους τους μετάπρατες πραματευτες της προ του αυτοκινήτου εποχής. Αυτός αγόραζε και πούλαγε ζώα ή έκανε τις λεγόμενες τράμπες. Από πληροφορίες γνώριζε τις ανάγκες που είχαν οι οικογένειες σε ζώα. Τα ζώα που ζητούσαν συνήθως ήταν άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια, αγελάδες ή ακόμη και κοπάδι πρόβατα. Έβλεπε το ζώο, το ζύγιζε «με το μάτι», μετά το ψηλάφιζε και στο τέλος έκανε την εκτίμηση με την τιμή πάντα προς τα πάνω. Έβλεπε τα ζώα για να προσδιορίσει την ηλικία. Έτριβε με χοντρό αλάτι το πάνω χείλος του ζώου, μέχρι να βγάλει αίμα. Έκανε πειράματα για να δει πόσα και πια ζακόνια είχε (ζακόνια ήταν τα ελαττώματα του ζώου). Μπορεί να κλώτσαγε, να δάγκωνε, να σκόνταφτε, να μην έκανε καλό καμάτι (όργωμα) κ.ο.κ. Τέλος κοίταγε εάν ήταν γιοργατζίδικο.

Η γιοργάδα ήταν ικανότητα του αλόγου να τρέχει χωρίς καλπασμό γρήγορα και στρωτά. Για να μάθει γιοργάδα το άλογο του έδεναν, όταν ήταν πουλάρι, στους αστραγάλους βαριούς κρίκους από αλυσίδες για να μην μπορεί να σηκώσει ψηλά τα πόδια. Το τρέχανε σε ίσιο δρόμο συνέχεια μέχρι μάθει καλά το κόλπο.

Ο τσαμπάσης έπαιρνε το αδύνατο και καχεκτικό άλογο στον στάβλο του. Εκεί το τάιζε μέρα- νύχτα βρώμη και σανό μέχρι να παχύνει. Μετά έπαιρνε την ξύστρα και το κούρευε για να έχει στρωτό τρίχωμα. Του κούρευε την χαίτη και ψαλίδιζε την ουρά. Έτσι το άλογο ήταν έτοιμο για πούλημα. Η τιμή ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που το είχε αγοράσει. Πολλές δουλειές έκαναν οι τσαμπάσηδες στις ζωοπανηγύρεις. Κάτω από τον ίσκιο του δένδρου τρώγοντας την γουρνοπούλα, πίνοντας παγωμένο ζύθο και με το γαρύφαλλο στο αυτί, έκλειναν τις συμφωνίες.

Ο Σαπουνοπιός: Η κατασκευή του σαπουνιού είναι μια εργασία που την γνωρίζουν ακόμη μερικές γυναίκες και άνδρες στα χωριά, εκτός από τους βιομηχάνους.
Το σαπούνι δεν είναι παλιά εφεύρεση. Οι άνθρωποι χρησιμοποίησαν κατά καιρούς διάφορα μέσα για την καθαριότητά τους. Από τους αρχαίους χρόνους οι διάφοροι λαοί χρησιμοποιούσαν την αλισίβα, δηλαδή το θολόστακτο. Τούτο ήταν το νερό που έπαιρναν από τη βρασμένη στάχτη. Πήγαιναν μετά τα ρούχα στα ποτάμια ή στις λίμνες ή χρησιμοποιούσαν ακόμη και ακαθαρσίες ανθρώπων, προκειμένου να καθαρίσουν τα ρούχα τους. Το πιο συνηθισμένο μέσο καθαρισμού ήταν το σαπουνόχαρτο.
Όταν ο Οδυσσέας βγήκε στο νησί των Φαιάκων - δηλαδή τη σημερινή Κέρκυρα, βρήκε στο ποτάμι τις βασιλοπούλες να πλένουν και να λευκαίνουν τα ρούχα τους. Το πρόβλημα απασχολούσε λοιπόν πλούσιους και φτωχούς.
Για να υπολογίσουν το επίπεδο του πολιτισμού μιας χώρας μετρούσαν, την ποσότητα του σαπουνιού που καταναλώνει κάθε οικογένεια ή και κάθε χώρα.

Οι Λουκουματζηδες: Οι λουκουμάς έκανε τα λουκούμια. Χρησιμοποιούσε αλεύρι, ζάχαρη, μαστίχα και μεταξύ αυτών άλλα υλικά και διάφορες αρωματικές ουσίες όπως βανίλια, κανέλα κ.α. Έβαζε επίσης και χρωστικές ουσίες για να γίνονται πιο εμφανίσιμα. Τα αμύγδαλα και τα φουντούκια που βάζουν μέσα σήμερα είναι νεόφερτες και ξενόφερτες εφευρέσεις. Τα πιο γνωστά στο πανελλήνιο είναι τα Συριανά και τα Πατρινά.
Στην Πάτρα άνθισε περισσότερο η παραγωγή του λουκουμιού. Έτσι έλεγαν για κάποιον πατρινό που έλεγε βλακείες να τον σκοτώσουν στην λουκουμόσκονη. Η λουκουμόσκονη ήταν τριμμένη ζάχαρη που περιείχε αρκετή ποσότητα αλεύρου. Τα λουκούμια για να μην κολλούν μεταξύ τους, πασπαλίζονται με αυτή την σκόνη.
Το λουκούμι, για πολλά χρόνια, στα καφενεία αποτελούσε ο καλύτερο κέρασμα και το πιο γλυκό έπαθλο του νικητή στην κολιτσίνα. Μετά τις παρελάσεις, οι κοινοτάρχες μοίραζαν λουκούμια στους μαθητές. Το λουκούμι, το παστέλικαι το υποβρύχιο (βανίλια) στις μέρες μας έπαψαν να είναι είδος κεράσματος

Ο Μεταπράτης: Ο μεταπράτης ήταν ένας λιανοπωλητής που δεν είχε πρωτογενή παραγωγή. Αγόραζε διάφορα πράγματα από τους πωλητές και τα μεταπωλούσε στις γειτονιές και στα πανηγύρια.Τέτοια πράγματα μπορούσαν να είναι κάλτσες, πουκάμισα και γενικώς είδη ρουχισμού. Επειδή τότε οι νυκοκυρές ετοίμαζαν την προίκα της κόρης έγραφαν στα αυτοκίνητά τους: "ΕΙΔΗ ΠΡΟΙΚΟΣ,ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΟΥ Κ.Λ.Π.". Μπορούσε να πουλάει είδη τροφίμων, όπως ψάρια, αυγά, συκωταριές [τζιεράκια], γιαούρτια, πάγο και πολλά άλλα προϊόντα του φυτικού βασιλείου.

Σήμερα μπορούμε να τον πούμε λιανέμπορο αποικιακών και εδωδίμων προϊόντων. Μπορούμε να τον πούμε δοσατζή, μεσίτη, ενοικιαστή προσόδων και πολλά άλλα.

Είχε μόνιμους, σταθερούς και ευκαιριακούς πελάτες. Το τεφτέρι ήταν σε πρώτη διάταξη γιατί έδινε βερεσέ και με δόσεις.

Πολλοί που δεν ήθελαν να δίνουν βερεσέ κρέμαγαν μιά ταμπελίτσα κάπου που έγραφε:
"ΒΕΡΕΣΕ ΑΠΟ ΑΥΡΙΟ, Ο ΤΣΑΜΠΑΣ ΠΕΘΑΝΕ, ΚΡΑΤΑΜΕ ΣΕ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΠΕΘΕΡΑ ΣΟΥ".

Είναι η αλήθεια ότι αυτοί οι άνθρωποι της πιάτσας ήταν σφυριλατημένοι και πανέξυπνοι. Αν τους προκαλούσε κανείς έλεγαν.

"Εγώ σπούδασα στο πεζοδρόμιο. Το πεζοδρόμιο είναι το μεγαλύτερο σχολείο της ζωής."

Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας.

Ο Πετροπελεκάνος/γλυπτης: Πελεκάνος είναι εκείνος που πελεκάει μιά πέτρα να της δώσει κάποιο σχήμα. Μπορεί να την κάνει αγκωνάρι γιά γωνίες σπιτιών, μπορεί να την κάνει πέτρινο γουδί, γούρνα, σκάφη και άλλο διακοσμητικό είδος. Από αυτόν τον πετροπελεκάνο ξεκίνησαν και οι γλύπτες. Αυτοί παίρνουν πιο μαλακό υλικό από την πέτρα, όπως είναι το μάρμαρο και κάνουν τα αγάλματα και τις προτομές. Σήμερα φυσικά που με το ρεύμα δουλεύουν πολλά μηχανήματα και εργαλεία τα πράγματα είναι πιό εύκολα.
Τότε δούλευαν με το σφυρί και το καλέμι να φέρουν στα μέτρα τους τις πέτρες που έβγαζαν με τα φουρνέλα οι φουρνελάδες. Λέμε ότι ο γλύπτης σμιλεύει, δηλαδή δουλεύει με τη σμίλη κοπίδι, σκαρπέλο, κάποιον πέτρινο όγκο. Το τί θα βγεί από εκεί πολλές φορές εξαρτάται από το σχήμα της πέτρας. Στην αρχαιότητα οι χτίστες έχτιζαν τις πέτρες χωρίς καμμία επεξεργασία. Αργότερα διόρθωναν τα ελαττώματά τους και τις πελεκούσαν να πάρουν την μορφή που χρειαζόταν ο χώρος για τον οποίον προορίζονταν. Οι πετροπελεκάνοι έφταναν σε τέτοιο σημείο τελειότητας που να κάνουν έργα που να προκαλούν τον σημερινό θαυμασμό για τις γνώσεις και την τελειότητά τους. Ολόκληρος Παρθενώνας χτίστηκε από την τεχνική των γλυπτών και των πετροπελεκάνων. Στα χρόνια μας και πριν, οι πρώτοι και καλύτεροι πετροπελεκάνοι και χτίστες ήσαν οι Λαγκαδιανοί στην Πελοπόννησο και πολλοί άλλοι στα νησιά μας.


Αγγειοπλάστης: Το επάγγελμα του αγγειοπλάστη το εξασκούσαν σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας, όπου υπήρχε κατάλληλο χώμα και όπου είχε αναπτυχθεί η σπουδαία παράδοση στη δημιουργία αγγειοπλαστικών αντικειμένων. Έτσι κατασκεύαζαν όλα τα μεγέθη μολυβικών μαγειρικών σκευών και πιατικών, κούπες με χερούλι και χωρίς χερούλι ακόμα κατασκεύαζαν κανάτια κρασιού διάφορα μικροσκεύη, όπως θυμιατήρια κ.α. Στα έργα τους έργα τους ακόμα συγκαταλέγονται σταμνιά που μετέφεραν νερό, πιθάρια διαφόρων μεγεθών για λάδι, για κρασί, για ψωμί, κολυμβήθρες, καπνοδόχους και πολλά άλλα.

Αγωγιάτης: Ο επαγγελματίας που κάνει μεταφορές με φορτηγό ζώο. Οι αγωγιάτες, που επονομάζονταν και "κιρατζήδες", μετέφεραν τα εμπορεύματα ή διακινούσαν τους ταξιδιώτες με άλογα και συχνότερα με μουλάρια. Λόγω των μεγάλων αποστάσεων μεταξύ των οικισμών, η μετακίνηση των ανθρώπων και η διακίνηση των προϊόντων με τα ζώα ήταν ο κυρίαρχος τρόπος μεταφοράς μέχρι τη δεκαετία του 1930 και σε μερικές περιοχές μέχρι τη δεκαετία του 1950. Οι αγωγιάτες προέρχονταν συνήθως από το στρώμα των ακτημόνων αγροτών και ήταν οργανωμένοι σε πολυμελή σωματεία στα χωριά και στις κωμοπόλεις . Μεγάλος αριθμός αγωγιατών εργαζόταν στα εργοστάσια, στα ελαιοτριβεία, στα ταλκορυχεία και γενικότερα σε όλες τις βιομηχανικές ζώνες . Πολλοί μουσικοί, αγρότες και άλλοι επαγγελματίες κατέφυγαν στο επάγγελμα του αγωγιάτη κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την ανέχεια και την πείνα, μετά την κατάσχεση όλου του ελαιόλαδου και την παράλυση του εμπορίου και των συγκοινωνιών.
Οι αγωγιάτες είναι οι "πρόδρομοι" των αυτοκινητιστών. Πραγματοποιούσαν επί πληρωμή ιδιωτικές μεταφορές εμπορευμάτων, κρασιών (σε ασκιά), διακινούσαν ταξιδιώτες, ιδιώτες, γιατρούς για επίσκεψη σε ασθενείς, κρατικούς λειτουργούς για την εκτέλεση υπηρεσίας, κυρίως δε μετέφεραν δημητριακά.

Βαρελάς: Ήταν τεχνίτης, ειδικός στην κατασκευή βαρελόσχημων και σκαφοειδών σκευών, που τα κατασκεύαζαν από ξύλο καστανιάς ή δρυός. Το ξύλο περνούσε από ειδική επεξεργασία και μετά το έκοβαν σε λεπτές σανίδες, που βρέχανε για να παίρνουν εύκολα την κατάλληλη κλίση. Κατόπιν περνούσαν τα στεφάνια, τα χτυπούσαν με το ματσακόνι για να σφίξουν καλά και μετά τοποθετούσαν τους δυο επίπεδους πυθμένες. Οι αποθήκες παλιά ήταν γεμάτες με βαρέλια κλπ.

Γανωτής (γανωτζης η' Καλαντζής): Οι γανωτζήδες ήταν συνήθως πλανόδιοι τεχνίτες που αναλάμβαναν το γαλβανισμό και το στίλβωμα των χάλκινων οικιακών σκευών, όπως τα ταψιά, τα καζάνια, τα κουτάλια,τα πηρούνια κλπ. Το «γάνωμα» έπρεπε να γίνεται συχνά για λόγους υγείας, κυρίως σε στα σκεύη που χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα, οπότε οι γανωτζήδες είχαν δουλειά όλο το χρόνο.
Τα παλιά μπακιρένια οικιακά σκεύη (ταψιά, καζάνια, κουτάλια, πιρούνια κλπ.), με τον καιρό οξειδώνονταν και έπρεπε να γανωθούν, να περαστεί δηλαδή η επιφάνειά τους με ειδικό μέταλλο (καλάι - κασσίτερος). Είχαν μαζί τους τα απαραίτητα εργαλεία και έκαναν τη δουλειά τους επί τόπου, ενώ παλιότερα η πληρωμή τους ήταν σε είδος (αυγά, καλαμπόκι, σιτάρι). Αφού καθάριζαν καλά τα σκεύη, αλείφανε το εσωτερικό τους με σπίρτο και το τρίβανε με κουρασάνι (=τριμμένο κεραμίδι). Μετά κράταγαν το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά και έριχναν μέσα το νησιαντήρι (=χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει καλύτερα το καλάι πάνω στο χάλκωμα. Αφού το σκούπιζαν καλά, άπλωναν το λιωμένο καλάι σ' όλη την επιφάνεια του σκεύους μ' ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα... Στο τέλος το σκούπιζαν με καθαρό βαμβάκι για να γυαλίσει.

Γυρολόγος (Πραματευτής): Έφερνε παλιά στα χωριά, φορτωμένος ή με το ζώο ότι μπορούσε να φανταστεί κανείς : υφάσματα με τον πήχη, πουκάμισα, κάλτσες, κλωστές, εσώρουχα, κουμπιά, λάστιχο, κουβαρίστρες, τσατσάρες, χτένια, βαφές και πολλά άλλα ακόμα. Η πληρωμή γίνονταν συνήθως σε είδος.
- Το επάγγελμα του πλανόδιου εμπόρου, που γυρνούσε στα χωριά και στις γειτονιές, ασκούσαν επαγγελματίες διαφόρων ειδικοτήτων, που ήταν συχνά και παραγωγοί του προϊόντος. Οι έμποροι αυτοί μετέφεραν το εμπόρευμά τους στους ώμους ή πάνω στο υποζύγιο που τους συνόδευε. Οι χαλβατζήδες που έφτιαχναν το χαλβά και οι σαλεπιτζήδες που έβραζαν και πουλούσαν το ζεστό σαλέπι, ήταν χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της πρώτης κατηγορίας. Αντίθετα οι γαλατάδες, οι πλανόδιοι υφασματέμποροι (ή "μπασματζήδες") που εφοδίαζαν τα χωριά της αγροτικής περιφέρειας, οι "μπαχτσαβάνηδες", που καλλιεργούσαν και πουλούσαν τα λαχανοπωρικά, καθώς και άλλοι πλανόδιοι έμποροι, μετέφεραν τα προϊόντα τους με το γαϊδουράκι, που έφερε το φορτίο του μέσα σε ειδικά κοφίνια. Οι γαλατάδες περνούσαν από τις γειτονιές κάθε πρωί και έφερναν φρέσκο γάλα μέσα σε ειδικά δοχεία από αλουμίνιο. Οι "μπαχτσαβάνηδες" που ονομάζονταν και "περιβολάρηδες" καλλιεργούσαν τα οπωρολαχανικά τους στα περιβόλια τους και τα διέθεταν στους εμπορομανάβηδες, ή τα πουλούσαν μόνοι τους στις συνοικίες.


Ζευγάς: Οι ζευγάδες αναλάμβαναν το όργωμα, τη σπορά και τη συγκομιδή των χωραφιών. Οι ζευγάδες όργωναν με το ξύλινο αλέτρι που το έσερναν δύο βόδια ή μουλάρια (τα "ζευγαρόβοδα"). Κάποιες φορές, οι ίδιοι εκτός από τα δικά τους χωράφια, όργωναν κι έσπερναν και τα χωράφια άλλων κατοίκων και αμείβονταν επιπλέον , επειδή διέθεταν την τέχνη τους αλλά και τη "συρμαγιά" (δηλαδή τα βόδια και το αλέτρι). Σήμερα ο ζευγάς έχει εξαφανιστεί, αφού το όποιο όργωμα γίνεται πια με μηχανικά μέσα .

Καλαθοποιός: Σε περιοχές που αφθονούσαν οι λυγαριές, οι μυρτιές, οι σφάκες (πικροδάφνες) και τα καλάμια, ευδοκίμησε και το επάγγελμα του καλαθοποιού. Από τις μυρτιές και κυρίως από τις λυγαριές οι καλαθοποιοί αποσπούσαν μακριές βίτσες με το τσερτσέτο (ειδικό μαχαίρι) και έκαναν τους σκελετούς για να πλέξουν με τα σχισμένα καλάμια καλάθια, κοφίνιa, ψαροκόφινα και άλλα ενώ μόνο με τις βίτσες έπλεκαν στουπιά για τυρί, κόφτες για τη μεταφορά των σταφυλιών κ.ά.

Καρεκλάς: Με τη χρησιμοποίηση ξύλων από πλάτανο ή από άλλα άγρια συνήθως δέντρα και με τη βοήθεια σχοινιών από βουρλιά ή αφράτου των ποταμών, ο καρεκλάς δημιουργούσε τις καρέκλες που ήταν τριών ειδών. Οι συνηθισμένες με κάθισμα και πλάτη πίσω, οι κοντούλες που δεν είχαν πλάτη και οι ραχατιλίδικες στις οποίες το ένα από τα μπροστινά πόδια ήταν υπερυψωμένο και συνδεόταν με το πίσω πόδι με πλάγιο ξύλινο μπράτσο ώστε να χρησιμεύει για να ακουμπάει αυτός που κάθεται.

Καφεπαντοπώλης: Στα περισσότερα χωριά της Ελλάδας, τις περισσότερες φορές ο καφετζής συνδύαζε τη λειτουργία του καφενείου του με την πώληση ειδών που δεν έβγαζε ο τόπος του, όπως καφέ, τσιγάρα, ζάχαρη, τσάι, ρύζι, μπακαλιάρο, σπίρτα, παστές σαρδέλες, φρίσες (ρέγγες), πιπερικύμινο, ταραμά, χαλβά και άλλα. Ακόμη μπορούσε να έχει πανιά, κλωστές, βελόνες, δέρματα και ίσως είδη τσαγκάρικου.

Κτίστης: Ο κτίστης ήταν στις πόλεις και στα χωριά πολύ διαδεδομένο επάγγελμα, επειδή τότε όλα τα σπίτια χτίζονταν με πέτρες απελέκητες και πελεκημένες. Οι κτίστες ακόμη έκαναν μερεμέτια, επισκεύαζαν παλιά σπίτια κ.ά. Σ’ αυτούς υπάγονται και οι πελεκάνοι που έβγαζαν και πελεκούσαν κατάλληλες για πελέκημα πέτρες κι έκαναν τις καμαρόπετρες, τις μυλόπετρες και τα πελέκια για τις πόρτες και τα παράθυρα. Οι ίδιοι έκαναν καμπαναριά που απαιτούσαν μεγάλη αντίληψη και προχωρημένη τεχνική.


Λούστρος: Όταν ο κόσμος περπατούσε σε χωμάτινους δρόμους, τα παπούτσια σκονίζονταν ή λασπώνονταν εύκολα. Τότε γνώρισε άνθηση και το επάγγελμα του λουστραδόρου. Αυτός μ' ένα κασελάκι μπροστά του, αληθινό κομψοτέχνημα, και γύρω του να κρέμονται οι βούρτσες και τα βερνίκια με τα διάφορα χρώματα, κάθονταν σ' ένα χαμηλό σκαμνάκι, στην αρχή της πλατείας στο Καρπενήσι, και περίμενε υπομονετικά. Για να προσελκύσει τους πελάτες γίνονταν ταχυδακτυλουργός ή χτύπαγε ρυθμικά το κασελάκι. Ο πελάτης πλησίαζε κι άπλωνε, όπως ήταν όρθιος, πρώτα το δεξί πόδι πάνω στην ειδική μεταλλική θέση της κασέλας κι έπειτα το άλλο. Έτσι άρχισε η "ιεροτελεστία" του βαψίματος...

Μεταπράτης: Γυρνώντας από χωριό σε χωριό με φορτηγό ζώο ( γάιδαρο ή μουλάρι) αγόραζε μικρές ή μεγάλες ποσότητες προϊόντων από τους χωρικούς τα οποία και μεταπουλούσε σε άλλα χωριά με διάφορο κέρδος. Στους μεταπράτες ανήκουν και οι κερατζήδες και οι πραματευτάδες.

Μπακάλης: Πνιγμένος στα ράφια με τις κονσέρβες, τις ζάχαρες τα ζυμαρικά και όλα τα απαραίτητα για το μαγείρεμα της νοικοκυράς. Τα περισσότερα χύμα και αγορασμένα βερεσέ. Χωρίς ψυγείο, πουλούσε όλα τα βασικά είδη και τρόφιμα χύμα. Συνήθως, το μπακάλικο ήταν εμπορικό και καπηλειό. Σήμερα με τους όρους που διαμορφώθηκαν από την σύγχρονη οικονομία και την επικράτηση των σούπερ μάρκετ τα μπακάλικα χάθηκαν, εκτός από εκείνα τα λίγα που λειτουργούν ακόμα στα χωριά.

Μπασματζής (Υφασματοπώλης): Σε λίγα κεφαλοχώρια , υπήρχαν τα καταστήματα υφασμάτων, που συνήθως ήταν και ραφτάδικα. Εμπορικά που πουλούσαν όλα τα είδη που είχαν ζήτηση εδώ, όπως μεταξωτά, βαμβακερά, βελούδινα, χασέδες, ποπλίνες, αλατζάδες, τσίτια κλπ.

Μυλωνάς: Η καλλιέργεια σιτηρών ήταν πολύ διαδεδομένη μέχρι το 17ο αιώνα, ενώ στη συνέχεια περιορίστηκε σημαντικά. Οι άνθρωποι τότε φρόντιζαν δυο φορές το χρόνο, (φθινόπωρο - άνοιξη), για την παρασκευή του σταρένιου ή καλαμποκίσιου αλευριού. Μετέφεραν τα τσουβάλια τους το πρωί στο μύλο για άλεσμα και επέστρεφαν το βράδυ. Αλευρόμυλοι υπήρχαν σε όλα τα χωριά , οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν υδρόμυλοι, δηλαδή τους κινούσε η δύναμη του νερού, οπότε τους έχτιζαν πάντα δίπλα σε ποτάμια και ρεματιές. Σήμερα λειτουργούν ελάχιστοι.Ο μύλος ήταν συνήθως το σπίτι του μυλωνά. Κάτω από τις μυλόπετρες υπήρχε ένας μικρός χώρος, όπου ήταν εγκατεστημένος ο κινητός μηχανισμός, όπου έπεφτε από το βαγένι το και τον περιέστρεφε.

Ο αλεστικός μηχανισμός είχε δυο οριζόντιες κυλινδρικές μυλόπετρες, τη μια πάνω στην άλλη, με την κάτω ακίνητη. Το σιτάρι διοχετεύονταν ανάμεσά τους από μια τρύπα στο κέντρο της επάνω περιστρεφόμενης πέτρας. Με την κίνηση το σιτάρι ή το καλαμπόκι συνθλίβεται ανάμεσα στις πέτρες και μετατρέπεται σε σκόνη. Ως αμοιβή του ο μυλωνάς κράταγε ένα μέρος από τα αλεστικά (5-12%) και σπάνια έπαιρνε χρήματα. Οι υδρόμυλοι έπαιρναν ως αλεστικό δικαίωμα ένα "σινίκι" (= 6 οκάδες) για την άλεση 100 οκάδων σιτηρών .

Μπογιατζής: Οι μπογιατζήδες έβαφαν βαμβακερά και μάλλινα νήματα, πατητές και πατανιές, χηράμια και άλλα. Χρησιμοποιούσαν κυρίως φυτικά χρώματα αλά και του εμπορίου. Ειδικά για το κόκκινο χρησιμοποιούσαν ριζάρι και για σταθερότατη βαφή βελανιδόκουπες.


Νερουλάς: Ο νερουλάς ή νεροκόπος ήταν πλανόδιος πωλητής νερού και αναλάμβανε την τροφοδότηση των σπιτιών, σε πόλεις ή χωριά, που δεν είχαν δική τους προμήθεια.
Στην παλιά Αθήνα του 19ου αιώνα όπου δεν υπήρχε ακόμα ύδρευση στα σπίτια, αναλάμβανε την τροφοδότησή τους με νερό που προμηθευόταν από τον Υμηττό και κουβαλούσε με γαϊδούρι, μουλάρι ή κάρο. Έκανε πολλά κοπιαστικά δρομολόγια και αμειβόταν περίπου 1 δεκάρα τον τενεκέ. Υπήρχε συνήθως ένας νερουλάς σε κάθε γειτονιά και είχε σταθερή πελατεία. Ο Σπύρος Λούης, καθώς και ο πατέρας του, ασκούσαν αυτό το επάγγελμα στο Μαρούσι.

(Ν)τελάλης: Η λέξη είναι μάλλον τούρκικη και σημαίνει "αυτός που ανακοινώνει τα μαντάτα", ο δημόσιος κήρυκας. Οι ντελάληδες διαλαλούσαν στους κατοίκους των κωμοπόλεων και των χωριών τα νέα που έφταναν με τον τηλέγραφο ή τα εμπορεύματα που έφερναν στις πλατείες των χωριών οι πραματευτάδες . Η δυνατή φωνή και κυρίως ο τρόπος που παρουσίαζαν συνοπτικά τα νέα ή διαφήμιζαν τα προϊόντα, τους καθιστούσε γνωστούς στην τοπική κοινωνία. Έβαζε την παλάμη στο στόμα, σαν χωνί, κι έπαιρνε τις γειτονιές φωνάζοντας. Η αμοιβή του ήταν ένα ποτηράκι τσίπουρο ή λίγο κολατσιό. Η ευρεία διάδοση των εφημερίδων, του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης υποκατέστησε σταδιακά τους ντελάληδες σε όλα τα χωριά του νησιού.

Ντενεκετζής: Ο ντενεκετζής κατασκεύαζε χρηστικά αντικείμενα του νοικοκυριού και γενικότερα της αγροτικής ζωής όπως χωνιά, λύχνους, μαστραπάδες, κουβάδες, φανάρια, μπρίκια του καφέ, σουρωτήρια, κουτσουνάρες και άλλα.

Παγοπώλης: Ο παγοπώλης πουλούσε τον πάγο περιφερόμενος στις γειτονιές, γιατί εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ηλεκτρικά ψυγεία για τη συντήρηση των τροφίμων. Περιδιαβαίνοντας με το ειδικά διαμορφωμένο κάρο, την καρότσα ή το τρίκυκλό του γεμάτο παγοκολώνες που κατασκευάζονταν με ειδική διαδικασία σε ανάλογα εργαστήρια, τα παγοποιεία, τροφοδοτούσε όχι μόνο τα σπίτια αλλά και τα διάφορα μικρά μαγαζιά.
Ο παγοπώλης φορούσε γάντια, για να μην παγώνουν τα χέρια του, μια ποδιά κάπως πλαστική για να μην παγώνει η κοιλιά του γιατί αλλιώς θα είχε κάθε μέρα πρόβλημα στην κοιλιά του. Χειριζόταν έναν ειδικό γάντζο-κοπίδι με τον οποίο έπιανε τον πάγο, τον έκοβε και τον μετέφερε. Οι πάγοι τοποθετούνταν σε χτιστά ή ξύλινα ψυγεία εκείνης της εποχής (παγονιέρες). Εκεί διατηρούσαν τα τρόφιμά τους οι οικογένειες και είχαν και δροσερό νερό το καλοκαίρι.
Με την ανάπτυξη της τεχνολογίας ο παγοπώλης εκτοπίστηκε και στην θέση του, όπως και του πάγου, διατίθενται πλέον τα ηλεκτρικά ψυγεία που μπορούν να καταψύξουν όλα τα τρόφιμα που θέλουμε.

Πεταλωτής: Αλμπάνης (από το τουρκικού nalbant, αλμπάνης = πεταλωτής). Παλιά υπήρχαν πολλοί πεταλωτές μια και ήταν απαραίτητοι αφού κάθε σπίτι στο χωριό είχε και ένα ζώο για τις δουλειές του, γαϊδούρι ή μουλάρι. Ο πεταλωτής έβαζε στα ζώα τα πέταλα που ήταν ας πούμε τα παπούτσια τους. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο πεταλωτής ήταν τα πέταλα, το σφυρί, η τανάλια, το σατράτσι και τα καρφιά. Στην αρχή ακινητοποιούσαν το πόδι του ζώου και ο πεταλωτής έβγαζε το παλιό φθαρμένο πέταλο.

Μετά με το σατράτσι που ήταν ένα μαχαίρι σε σχήμα μικρού τσεκουριού έκοβε την οπλή του ζώου από κάτω έτσι ώστε να την ισιώσει. Μετά έβαζε το καινούργιο το πέταλο και το κάρφωνε με τα ειδικά καρφιά. Τα καρφιά αυτά είχαν μεγάλο κεφάλι έτσι ώστε να προεξέχουν από την πατούσα του ζώου και να μη γλιστράει. Τα πέταλα ήταν σε διάφορα μεγέθη και τα κατασκεύαζαν από σίδερο. Τα πέταλα είχαν τρύπες γύρω - γύρω για να μπαίνουν τα καρφιά. Το πετάλωμα γινόταν και στα τέσσερα πόδια του ζώου. Αυτό γινόταν για να μπορεί να περπατάει στους κακοτράχαλους δρόμους χωρίς να πληγώνονται τα πόδια του και για να διατηρεί την ισορροπία του.

Τα πέταλα ήταν σιδερένια και κατασκευάζονταν χειροποίητα στο αμόνι, ενώ οι τεχνίτες που τα έφτιαχναν αναλάμβαναν ταυτόχρονα και το το πετάλωμα των ζώων, που απαιτούσε μεγάλη εμπειρία και δεξιοτεχνία. Οι πεταλωτές συχνά ασκούσαν παράλληλα και το επάγγελμα του σιδερά, ενώ κάποιοι από αυτούς ήταν και πρακτικοί κτηνίατροι ή αναλάμβαναν και τον ευνουχισμό (μουνούχισμα) των ζώων.

Ο σαμαράς (σαμαρτζής): Παλιότερα η μεταφορά ανθρώπων και προϊόντων γίνονταν σχεδόν αποκλειστικά με τα ζώα, εφόσον το οδικό δίκτυο ήταν υποτυπώδες και η ορεινή μορφολογία του εδάφους δυσχέραινε τις μετακινήσεις. Το γαϊδούρι και το μουλάρι ήταν τα πιο διαδεδομένα μέσα μεταφοράς. Ο σαμαράς κατασκεύαζε τον απαραίτητο εξοπλισμό που απαιτούνταν για να προσφέρει το ζώο τις υπηρεσίες του στο αφεντικό του.

Αυτό ήταν το σαμάρι, που κατασκεύαζε με επεξεργασμένα σανίδια πλάτανου, που σκάλιζε και έδινε σχήμα ανάλογο με το σώμα του ζώου. Χρειαζόταν μεγάλη προετοιμασία για την κατασκευή ενός σαμαριού. Τα υλικά που θα χρησιμοποιούσε ο σαγματοποιός, έπρεπε να τα ετοιμάσει ο ίδιος, γιατί στο εμπόριο δεν υπήρχαν.

Υφάντρα: Υφάντρες ονομάζονταν οι γυναίκες που ύφαιναν τα νήματα του αργαλειού, αλλά και τα υφαντά υφάσματα στον αργαλειό. Η τέχνη της υφαντουργίας ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη στη Ελλάδα από τα μέσα του 18ου έως τις αρχές του 20ου αιώνα. Όπως φαίνεται μεγάλο ρόλο στην ανάπτυξή της έπαιξε ο καθιερωμένος θεσμός της προίκας, που επέβαλε στις νέες κοπέλες να ετοιμάσουν μόνες τους τα «προικιά» τους. Παράλληλα όμως, η τέχνη αυτή αναπτύχθηκε (ιδίως μετά τα μέσα του 20ου αιώνα) όχι μόνο ως οικοκυρική ανάγκη για τη δημιουργία χρηστικών και διακοσμητικών υφαντών αλλά και ειδών ρουχισμού, αλλά και ως οικοτεχνία που πρόσφερε πρόσθετο εισόδημα.
Για την κατασκευή των νημάτων οι υφάντρες χρησιμοποιούσαν κυρίως μετάξι, λινάρι, μαλλί και βαμβάκι.Το γνέσιμο αναλάμβαναν ως επί το πλείστον οι ίδιες (εκτός του μεταξιού, που παρασκεύαζαν συνήθως εξειδικευμένες τεχνίτριες οι «ανελύτρες») ακολουθώντας διαφορετική διαδικασία για κάθε υλικό, ενώ σήμερα χρησιμοποιούν (σχεδόν πάντα) έτοιμα νήματα.
Με την απαρχή μαζικής παραγωγής υφασμάτων, το επάγγελμα των υφαντριών, άρχισε να φθίνει και παράλληλα με αυτό άρχισε να χάνεται η μοναδική λαϊκή τέχνη της υφαντουργίας.

Ο κατρατζής: Στα τούρκικα katran σημαίνει πίσσα, άσφαλτος κι επομένως κατρατζής ήταν αυτός που ασχολούνταν με την πίσσα. Κυρίως η δουλειά του ήταν να πισσάρει τα ιστιοφόρα και τις βάρκες που έπλεαν στη θάλασσα. Ακόμα με πίσσα άλειφε και τα βαρέλια

O καρεκλάς: Με τη χρησιμοποίηση ξύλων από πλάτανο ή από άλλα δέντρα και με τη βοήθεια σχοινιών ή καλαμιών, ο καρεκλάς δημιουργούσε τις καρέκλες που ήταν τριών ειδών. Οι συνηθισμένες με κάθισμα και πλάτη πίσω, τα καρεκλάκια που δεν είχαν πλάτη και οι ραχατιλίδικες στις οποίες το ένα από τα μπροστινά πόδια ήταν υπερυψωμένο και συνδεόταν με το πίσω πόδι με πλάγιο ξύλινο μπράτσο ώστε να χρησιμεύει για να ακουμπάει αυτός που κάθεται.

Ο αγροφύλακας: Το επάγγελμα του αγροφύλακα υπήρχε εδώ και αρκετά χρόνια και τα τελευταία χρόνια σταδιακά καταργήθηκε. Το Σώμα της Αγροφυλακής ανήκε στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης. Σκοπός ήταν η φύλαξη των αγρών, η πρόληψη, η δίωξη και τιμωρία κάθε αγροτικού αδικήματος [ αγροζημιώσεις, κλοπές, φθορές, παράνομη βοσκή ζώων, ζωοκτονίες κλπ].


Ο αλετράρης ή αλετράς: Η επαγγελματική ενασχόληση με την κατασκευή αλετριών, έχει άμεση σχέση με τις αυξημένες γεωργικές ανάγκες της περιοχής, ιδιαίτερα στο παρελθόν. Η συνεισφορά, του κάθε αλετράρη στη γεωργική παραγωγή ήταν καθοριστική, γ’ αυτό και σαν επάγγελμα διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο. Ο αλετράρης αναλάμβανε, είτε την εξ’ ολοκλήρου κατασκευή αρότρου, είτε την επιδιόρθωση διαφόρων μερών του αρότρου, που έχουν καταστραφεί. Το μέτρο της επιτυχίας κατασκευής ενός αρότρου, μετριόταν από την ικανότητά του να ισορροπεί στη γη. Σε περίπτωση που ένα άροτρο παρουσίαζε αστάθεια, τότε θα κούραζε υπερβολικά το γεωργό.
Αναμφίβολα, το επάγγελμα του αλετράρη αποτελούσε ένα από τα επαγγέλματα, τα οποία είχαν σημαντική συνεισφορά σε μια γεωργική περιοχή. Η διάρκεια ζωής του επαγγέλματος του αλετράρη, κρίθηκε καθοριστικά από την εκμηχάνιση της γεωργίας.


Αχθοφόρος- Χαμάλης - Θεληματάρης …έκανε παλιά τις μεταφορές των φορτίων, των αποσκευών από τους σταθμούς λεωφορείων ή τρένων ή πραγμάτων από την αγορά στα σπίτια. Έβαζε τα πράγματα στην πλάτη του ή σε καρότσι που έσερνε ο ίδιος.

Αρκουδιάρης …ήταν ο τσιγγάνος εκείνος που στα παλαιότερα χρόνια περιήγαγε αρκούδα σε υπαίθριες παρουσιάσεις - επιδείξεις και με αυτό τον τρόπο χρηματιζόταν.

Βυρσοδέψης - Ταμπάκης …ειδικός στην κατεργασία των δερμάτων. Έφτιαχνε τα ρούχα , τα παπούτσια , τα στρωσίδια , με το μαλλί ύφαινε επίσης ρούχα , στρωσίδια και άλλο απαραίτητο εξοπλισμό. Τα δέρματα που χρησιμοποιούσε ήταν του βοδιού, της αγελάδας , του βουβαλιού ,του αλόγου, των γουρουνιών , των αιγοπροβάτων. Τα δέρματα των χοίρων και των αγελάδων τα προόριζαν για τσαρούχια , σόλες και πάτους παπουτσιών. Τα πρόβεια τα χρησιμοποιούσαν για τα γιλέκα , τις φόδρες παπουτσιών και τα σαμάρια. Η δουλειά του ήταν δύσκολη και ανθυγιεινή . Ανυπόφορη ήταν η μυρωδιά του παλιού και σάπιου δέρματος. Η καλύτερη εποχή για την αγορά δέρματος ήταν ο Οκτώβριος . Αν άρχιζαν οι βροχές τα δέρματα δεν στέγνωναν . Το καλοκαίρι γύριζε στα χωριά και παζάρευε τα δέρματα. Όταν τα μάζευε, άρχιζε την επεξεργασία τους.

Εφημεριδοπώλης …παραλάμβανε τις εφημερίδες από τα Πρακτορεία Διανομής Τύπου και προωθούσε την καθημερινή κυκλοφορία του ελληνικού τύπου περπατώντας στους κεντρικούς δρόμους της πόλης του. Τις πουλούσε στους περαστικούς ή τις άφηνε στην είσοδο των σπιτιών των μόνιμων πελατών του. Ο εφημεριδοπώλης των αρχών του 20ού αι. διαλαλούσε τη πραμάτεια του: το «Σκριπ», το «Άστυ», την «Ακρόπολη» και πολλές φορές ενημέρωνε για τα μεγάλα γεγονότα Ήταν μία από τις χαρακτηριστικές φιγούρες της γειτονιάς.

Κανταράς: … περιφερόταν στις αγορές ή όπου χρειαζόταν, ακόμα και στα πανηγύρια, για να ζυγίσει κάποιο βάρος (τσουβάλι σιτάρι, καλαμπόκι, πατάτες, σφαχτό κ.α.). Χρησιμοποιούσε κανταρόξυλο και σχοινί για να δένει τα αντικείμενα ώστε να τα ζυγίσει με το καντάρι. Το καντάρι είχε μια βέργα με σημειωμένες χαρακιές για τις οκάδες (1 οκά = 1200 γραμμάρια) που πάνω της μετακινούσαν το κρεμασμένο βαρίδι. Είχε ακόμα τα γαντζάκια που κρεμούσαν τα αντικείμενα.

Καπελού: ... έφτιαχνε τα καπέλα για τις κυρίες της εποχής, μια και ήταν της μόδας. Τα υλικά κατασκευής ήταν σε κάποιο βαθμό εισαγόμενα, αλλά αρκετά υφάσματα προέρχονταν από εμπορικά κέντρα της Αθήνας. Τα καλοκαιρινά καπέλα ήταν συνήθως ψάθινα με υφασμάτινα ή ψεύτικα λουλούδια. Αντίθετα ,τα χειμωνιάτικα ήταν πιο επίσημα και κατασκευάζονταν από ακριβά υφάσματα .Τα διακοσμούσαν με κορδέλες και τούλια . Σήμερα, υπάρχουν οι μεγάλες εταιρείες που παράγουν μαζικά καπέλα και διάφορα άλλα αξεσουάρ.

Καραγκιοζοπαίχτης: … ήταν πάντα άντρας. Κινούσε με νήμα ή με τα μπαστούνια τις χάρτινες ή δερμάτινες φιγούρες πίσω από ένα λευκό πανί. Υπήρχε μια φωτεινή πηγή από πίσω του. Οι θεατές έβλεπαν μόνο τη σκιά των φιγούρων . Αναλάμβαναν να διασκεδάσουν τον κόσμο στις γιορτές και στα πανηγύρια. Ο “μπερντέ” ήταν η αφορμή για τον καραγκιοζοπαίκτη για να μιλά για τις περιπέτειες του Έλληνα μέσα από τις ιστορίες του καραγκιόζη. Το επάγγελμα αυτό έχει σχεδόν εξαφανιστεί.

Καρβουνιάρης: …παρασκεύαζε και πουλούσε κάρβουνα. Ο τόπος εργασίας του ήταν το καμίνι όπου έκαιγε χοντρά ξύλα από τα οποία προέκυπτε το κάρβουνο. Στη συνέχεια, το φόρτωνε στην άμαξα και γύριζε από τόπο σε τόπο για να το πουλήσει. Οι άνθρωποι το χρησιμοποιούσαν για διάφορες δουλειές στην καθημερινή τους ζωή. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ήταν το φτυάρι, το καρότσι, τα τσουβάλια και ο σπάγκος με τον οποίο έραβαν τα τσουβάλια.


Κτίστες πέτρας: Παραδοσιακοί τεχνίτες οργανωμένοι σε μπουλούκια που ταξίδευαν από περιοχή σε περιοχή χτίζοντας κτίρια , γεφύρια ,βρύσες και άλλα. Το γεγονός ότι εργάζονταν σε διάφορες περιοχές του ελληνικού χώρου εξηγεί τα κοινά χαρακτηριστικά της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Η Ήπειρος ήταν η κοιτίδα των μαστόρων. Το επάγγελμά τους δεν ήταν κερδοφόρο, με εξαίρεση αυτό των πελεκάνων ( πελεκητών πέτρας και του πρωτομάστορα).

Λαγουμτζής: Στον πόλεμο , ο λαγουμτζής άνοιγε σήραγγες κάτω από τα τείχη του φρουρίου. Εκεί τοποθετούσαν τα εκρηκτικά τους για να ανατινάξουν το φρούριο. Με την ανατίναξη, τα τείχη ή έπεφταν όλα ή γκρεμίζονταν σε ένα σημείο. Επίσης αν είχαν παγιδευτεί άνθρωποι σε σπηλιές ή ορυχεία αναλάμβαναν να ανοίξουν σήραγγες για να τους απεγκλωβίσουν. Τώρα υπάρχουν μεγάλα μηχανήματα που αναλαμβάνουν εργασία, όταν αυτό χρειάζεται, πραγματοποιώντας ένα έργο πολύ ταχύτερα, όπως ο γνωστός “μετροπόντικας” του ΜΕΤΡΟ της Αθήνας.

Λατερνατζής: Η λατέρνα ήταν ένα μουσικό όργανο που παλιότερα γνώριζε μεγάλη δόξα. Για να παίξει η λατέρνα χρειάζονταν οπωσδήποτε δύο άτομα. Ο ένας την είχε στην πλάτη του ή αργότερα που είχε ρόδες την έσερνε, και ο άλλος τη γύριζε. Αυτοί ήταν οι λατερνατζήδες και γύριζαν πότε μόνοι τους , πότε με συνοδεία κάποιο ντέφι. Έπαιζαν διάφορα λαϊκά τραγούδια ,τα σουξέ της εποχής. Πήγαιναν σε μαγαζιά, σε πάρκα ή στους δρόμους και ο κόσμος μαζεύονταν γύρω τους και άκουγε τα τραγούδια τους. Όταν τελείωνε το τραγούδι, περνούσε ένα άτομο κρατώντας ανάποδα το καπέλο του ή το ντέφι και του έριχναν λεφτά.

Μαμή: Ξεγεννούσε γυναίκες των οποίων η μεταφορά στο νοσοκομείο δεν μπορούσε να γίνει. Εάν έβλεπε δυσκολίες στη γέννα ζητούσε τη βοήθεια γιατρών . Μαζί της κουβαλούσε μια τσάντα στην οποία υπήρχαν τα διάφορα σύνεργα για τη γέννα όπως βεντούζες και ενέσεις .Μετά την γέννα, η μαμή ανακοίνωνε το φύλο του μωρού περιμένοντας και το φιλοδώρημά της από τους στενότερους συγγενείς. Σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας μάλιστα, το φιλοδώρημα αυτό ήταν μεγαλύτερο όταν το νεογέννητο μωρό ήταν αγόρι. Σήμερα υπάρχουν τα μαιευτήρια, όπου οι γυναίκες γεννούν ασφαλέστερα και με εξειδικευμένους γιατρούς, τους μαιευτήρες.

Μαχαιροποιός ή Μαχαιράς: Το επάγγελμα του μαχαιρά δεν απολάμβανε ιδιαίτερης αναγνώρισης στο παρελθόν, αφού δεν είχε υψηλές απολαβές. Οι μαχαιράδες κατασκεύαζαν και επισκεύαζαν τα μαχαίρια , αλλά έφτιαχναν και πριόνια, σουγιάδες, κλαδευτήρια, «γκατζοπρίονα» (για τις ελιές) κ.ά. Γύριζαν από χωριό σε χωριό και πουλούσαν τα μαχαίρια τους. Κάθε τεχνίτης είχε το δικό του μαγαζί. Πολλές φορές έφτιαχναν και εργαλεία κατά παραγγελία, γράφοντας πάνω στο αντικείμενο το όνομα του παραγγελιοδόχου. Όταν έφτανε η ώρα της παράδοσης, πήγαιναν στο καφενείο ή στην πλατεία κάθε συνοικίας ή χωριού και έβαζαν τον ντελάλη να «τα φωνάζει» (διαλαλεί). Οι λαβές των μαχαιριών προέρχονταν συνήθως από κέρατα μοσχαριού και βουβαλιού, ενώ ορισμένες από ξύλο ελιάς, Πάνω στο μαχαίρι έγραφαν στιχάκια ή έφτιαχναν σχήματα (αστέρια) από ασήμι, χαλκό κ.α.

Μπαρμπέρης { Κουρέας }: Η ετυμολογία της λέξης προέρχεται από το γαλλικό barbe = «γένι», «μούσι». Χειρωνακτικό επάγγελμα που έχει τις ρίζες του σε αυτό του μεσαιωνικού κουρέα, που διατηρούσε δημόσια λουτρά και περιποιούνταν πελάτες και ασθενείς. Ο μπαρμπέρης ήταν βοηθός του και ασχολούνταν κυρίως με το κόψιμο των μαλλιών και το ξύρισμα των πελατών. Ο κουρέας και ο μπαρμπέρης είχαν κυρίως ανδρική πελατεία. Οι μπαρμπέρηδες πλήρωναν ενοίκιο στον κουρέα για να χρησιμοποιήσουν το μαγαζί. Από τον 16ο αι. και μετά, οι μπαρμπέρηδες απόκτησαν μια κάποια αυτονομία και ανταγωνίζονταν τους κουρείς. Εκτός από το ξύρισμα και το κούρεμα θεράπευαν κοψίματα, τρυπήματα, κατάγματα και άλλα ατυχήματα που τους απέδιδαν χρήματα..

Ξυλογλύπτης: Ο ξυλογλύπτης ασχολούνταν με τη χάραξη και την επισκευή γλυπτών παραστάσεων πάνω στο ξύλο. Κατασκεύαζαν κυρίως σεντούκια - κασέλες και καθρέπτες , ενώ για πιο εύπορους πελάτες κατασκεύαζαν (και) κομοδίνα, σιφονιέρες, πολυθρόνες, τραπεζαρίες και κάθε είδος επίπλου που χρειάζεται ένα νοικοκυριό (ή ακόμη και κουφώματα). Παράλληλα, η ξυλογλυπτική τέχνη παρουσίασε περίτεχνα εκκλησιαστικά έργα όπως τέμπλα, προσκυνητάρια, στασίδια, εικόνες κ.α. Τα σχέδια που κοσμούσαν τα περισσότερα αντικείμενα είναι κυρίως παραδοσιακά. Η άνθιση της τέχνης, που παρατηρήθηκε από τις αρχές του 19ου αι., βοήθησε στη διάσωσή της μέχρι σήμερα που υπάρχουν μερικές βιοτεχνίες αλλά και μαθητευόμενοι νέοι που συνεχίζουν την παράδοση της ξυλογλυπτικής τέχνης.

Οργανοπαίχτης: Ο Οργανοπαίχτης ήταν περιφερόμενοι μουσικοί, τουρκόγυφτοι στην πλειοψηφία τους, που με τον καιρό ενσωματώθηκαν στο κοινωνικό ιστό της περιοχής. Αποτελούσαν ομάδα 3-4 ατόμων, που περιφέρονταν σε γάμους και πανηγύρια. Η κομπανία τους, η ζυγιά όπως αποκαλούνταν, είχε δυο ζουρνάδες κι ένα νταούλι. Πολύ αργότερα προστέθηκαν άλλα όργανα, όπως κλαρίνο, βιολί, σαντούρι κλπ. Το ρεπερτόριό τους περιλάμβανε πολλά τραγούδια τοπικά και Ρουμελιώτικα, χορευτικά και αργά (επιτραπέζια). “Βαράτε βιολιτζήδες”, ήταν η λαϊκή φράση.

Ομπρελάς: Ο ομπρελάς που κάπου- κάπου κάνει την εμφάνισή του ακόμα και στις μέρες μας , επισκεύαζε κατεστραμμένες ομπρέλες. Σήμερα βέβαια σπάνια επισκευάζουμε την ομπρέλα μας. Αν χαλάσει ,αγοράζουμε καινούργια.

Παγωτατζής ή Παγωτάς: … ήταν πλανόδιος πωλητής παγωτών και υπήρχε ως τη δεκαετία του 1970. Ήταν γραφικός με τη χαρακτηριστική άσπρη μπλούζα και καπέλο παρόμοιο με του μάγειρα .Το παγωτό που πουλούσε ήταν το παγωτό- χωνάκι. Σαν γεύση επικρατούσε το καϊμάκι. Χρησιμοποιούσε για τη δημιουργία , τη διατήρηση και τη μεταφορά του παγωτού τροχήλατη προθήκη με ψύξη, χειροκίνητη ή συνδυασμένη με τρίκυκλο ποδήλατο. Εμφανιζόταν προς το τέλος της άνοιξης , και το καλοκαίρι. Σήμερα τη θέση του πήραν οι καταψύκτες των περιπτέρων.

Παπλωματάς: Στο εφαπλωματοποιείο φτιάχνονταν παπλώματα. Γέμιζαν με μαλλί ή βαμβάκι μια μεγάλη υφασμάτινη σακούλα στο μέγεθος του κρεβατιού. Μετά, με ειδικές μηχανές ραψίματος έκαναν γαζιά πάνω στο ύφασμα δημιουργώντας σχέδια. Υπήρχε μεγάλη ποικιλία σχεδίων και μπορούσε να διαλέξει κανείς αυτό που του άρεσε για το δικό του πάπλωμα. Διόρθωναν επίσης και παλιά παπλώματα προσθέτοντας καινούριο μαλλί ή βαμβάκι και κατασκεύαζαν μαξιλάρια σε διάφορα μεγέθη. Τα παλιά εφαπλωματοποιεία εξακολουθούν να υπάρχουν σε κάποιες πόλεις, αλλά οι ιδιοκτήτες τους πιστεύουν πως το επάγγελμα έσβησε, αφού στην αγορά υπάρχουν παπλώματα εργοστασίων με νέα υλικά (πούπουλο, υαλοβάμβακα κ.α.).

Παραμάνα: Στην αρχαία Ελλάδα την ονόμαζαν τροφό. —Η παραμάνα, ήταν μια γυναίκα, η οποία αντικαθιστούσε τη μάνα, στην περίπτωση που αυτή δεν ήταν σε θέση ή για κάποιο άλλο λόγο δεν ήθελε να δώσει το μητρικό γάλα στο παιδί της. Τέτοιες περιπτώσεις είχαμε στο παρελθόν πάρα πολλές, γιατί δεν υπήρχαν τα σημερινά γάλατα, που δίνουμε στα μωρά. —Η παραμάνα, λοιπόν, με αμοιβή έδινε το μητρικό γάλα σε ξένα παιδιά. —Το επάγγελμα αυτό σταμάτησε από τότε που βγήκαν τα βιομηχανικά προϊόντα και το παστεριωμένο γάλα.

Πηγαδάς: …ήταν ένα σπουδαίο επάγγελμα, γιατί τότε το κάθε σπίτι είχε το πηγάδι του για να έχει νερό για πότισμα και για άλλες χρήσεις. Ο πηγαδάς άνοιγε το πηγάδι και ύστερα το έχτιζε. Το χτίσιμο του πηγαδιού απαιτούσε τέχνη. Χτιζόταν κυκλικά με πέτρες και το χτίσιμο διαρκούσε αρκετές μέρες. Πάνω από το πηγάδι τοποθετούνταν το μαγγάνι για να διευκολύνει το κατέβασμα και ανέβασμα του κουβά. Σήμερα στις αυλές ορισμένων σπιτιών υπάρχουν πηγάδια που τώρα πια έχουν μόνο διακοσμητικό ρόλο.

Πλανόδιος φωτογράφος: Ο υπαίθριος φωτογράφος με την άσπρη μακριά μπλούζα του γύριζε στα χωριά με την ξύλινη φωτογραφική μηχανή, στερεωμένη σε ξύλινο τρίποδα. Η διαδικασία της φωτογράφισης ήταν χρονοβόρα και κοπιαστική : ο φωτογράφος έστηνε τους πελάτες του, έβαζε το χέρι μέσα στο θάλαμο της μηχανής, έβλεπε τη στάση μέσα από ένα φαρδύ μανίκι ,τραβούσε τη φωτογραφία και μετά την εμφάνιζε. Οι φωτογραφίες ήταν καλλιτεχνικές: ενθύμια στρατού με ζωγραφισμένες κορνίζες και συγκινητικούς στίχους ,άλλες με θέματα όπως δάσος, λουλούδια, τοπία. Ο πλανόδιος φωτογράφος κράτησε ως το 1970 περίπου. Οι παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες ,κιτρινισμένες απ ’την πολυκαιρία, μαρτυρούν το χρόνο που έχει περάσει ενώ οι παλιές φωτογραφικές μηχανές έχουν γίνει μουσειακό είδος.

Πλύστρα: Παλιότερα , οι άνθρωποι πήγαιναν στα ποτάμια και στις λίμνες για να πλύνουν τα ρούχα τους. Απαραίτητα εργαλεία για την πλύση ήταν: το καζάνι, η σκάφη, το σαπούνι, η αλισίβα, ο κόπανος, η κοπανίτσα, η δρυμή, η βούρτσα και η αγγλιά ( η νεροκολοκύθα που χρησιμοποιούσαν για να παίρνουν το νερό από το καζάνι). Η σκάφη συνήθως ήταν ξύλινη. Οι πρώτες σκάφες ήσαν κορμοί δέντρων που είχαν πελεκηθεί και ήταν σαν βάρκες. Αργότερα έγιναν και σιδερένιες ή αλουμινένιες. Όπως κι αν ήταν, είχαν στη μία εσωτερική επιφάνεια ραβδώσεις, για να τρίβονται ή να χτυπιούνται τα ρούχα. —Η πλύστρα ήταν η γυναίκα που έπλενε ρούχα στο χέρι έναντι αμοιβής.

Πρακτικός γιατρός: … παλιότερα, ειδικά στην επαρχία, δεν υπήρχαν επιστημονικά καταρτισμένοι γιατροί, αλλά άνθρωποι απλοί που γιάτρευαν διάφορες αρρώστιες, με βότανα της ελληνικής υπαίθρου και έκαναν και διάφορα άλλα πρακτικά που τα ήξεραν από πάππου προς πάππου. Έφτιαχναν αλοιφές, ξέρανε τις δοσολογίες των βοτάνων για την κάθε πάθηση και πολλά άλλα για διάφορες αρρώστιες. Πολλοί έβγαζαν λεφτά από αυτό που έκαναν, αλλά υπήρχαν και άλλοι που δεν έπαιρναν λεφτά και βοηθούσαν τον κόσμο, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους δωρεάν, ώστε να αντιμετωπίσει τις διαφορές αρρώστιες που σήμερα αντιμετωπίζονται εύκολα, τότε όμως χωρίς γιατρούς και φάρμακα, ήταν δύσκολο.

Ράπτης: Η ραπτική και η υφαντουργία ήταν οικιακές ασχολίες, ιδιαίτερα των γυναικών που έφτιαχναν τα βασικά είδη ρουχισμού. Υπήρχαν όμως , πολλοί επαγγελματίες ράπτες που ειδικεύονταν στην κατασκευή συγκεκριμένων ειδών εγχώριων ενδυμάτων από τσόχα ή υφαντό και τα έραβαν με μεταξωτή κλωστή ("μπρισίμι"), διακοσμώντας τα με γαϊτάνια, με κεντήματα και κουμπιά. Η καποραπτική ήταν ένα προσοδοφόρο επάγγελμα, με πρώτη ύλη το τραγόμαλλο, που κάλυπτε τις ενδυματολογικές ανάγκες του ποιμενικού κόσμου, ορεινών αλλά και πεδινών περιοχών. Από τα μέσα του 19ου αι. εμφανίστηκαν οι "φραγκοράφτες", που έραβαν τις "ευρωπαϊκές" ενδυμασίες, ενώ κάποιοι διέθεταν και υφάσματα γι’ αυτές (εμποροράφτες). Παράλληλα υπήρχαν και οι γυναίκες (μοδίστρες) για την ραπτική των γυναικείων ενδυμάτων.

Ρετσινοσυλλέκτης: Οι ρετσινοσυλλέκτες μάζευαν το ρετσίνι από τα πεύκα του δάσους και το πουλούσαν. Με αυτό γινόταν και γίνεται ακόμα και σήμερα η γνωστή ελληνική ρετσίνα.

Στραγαλατζής ή Στραγαλάς: …ήταν πλανόδιοι πωλητές στραγαλιών που εμφανίστηκαν αμέσως μετά την ελληνική επανάσταση του 1821 και την απελευθέρωση. Κρατούσαν τεφτέρι όπου έγραφαν τα χρωστούμενα πουλώντας με πίστωση και οι πελάτες τους ήταν κυρίως νέοι. Αργότερα, πουλούσαν και ζαχαρένια κόκκινα κουλούρια , σουσαμένια παστέλια και μελένιος χαλβάς. Όλη η οικογένεια του στραγαλατζή ασχολούνταν με το επάγγελμα. Καλλιεργούσαν στο χωράφι τους το στραγάλι που στην πραγματικότητα είναι ψημένο ρεβύθι. Ο στραγαλατζής έχει εκλείψει σήμερα, αλλά επιβιώνει ακόμα ο πλανόδιος πωλητής ξηρών καρπών.


Σφουγγαράδες: …ασχολούνταν με την αλιεία, την επεξεργασία και το εμπόριο των σφουγγαριών. Το επάγγελμα άκμασε στα μέσα του 19ου με αρχές 20ου αι. στα Δωδεκάνησα , ενώ έπειτα επεκτάθηκε και σε άλλα μέρη. Οι πρώτοι σφουγγαράδες εμφανίστηκαν γύρω στο 1800. Οι πρώτοι δύτες, οι "βουτηχτάδες", έκαναν γυμνή κατάδυση φτάνοντας σε βάθος 30 μ. χρησιμοποιώντας τη σκανδαλόπετρα, ένα κομμάτι μάρμαρο, για γρήγορη κατάδυση. Τη δεκαετία του 1860 κάνει την εμφάνιση του το σκάφανδρο, η πρώτη στολή κατάδυσης , που ωστόσο ευθυνόταν σε μεγάλο ποσοστό για την Νόσο των δυτών, λόγω της γρήγορης ανάδυσης. Το εμπόριο σφουγγαριών έφτανε ως την Κωνσταντινούπολη, την Οδησσό, το Κίεβο και τη Μόσχα, καθώς και στον Ελλαδικό χώρο στη Σύρο και το Ναύπλιο. Λόγω των επικίνδυνων συνθηκών το επάγγελμα πλέον έχει εκλείψει.

Τσαγκάρης: … τεχνίτης που έφτιαχνε παπούτσια απ’ την αρχή. Το τσαγκαράδικο, ήταν ανοιχτό απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. Στον πάγκο του βρίσκονταν, βελόνες, σακοράφες, σουβλιά, σφυράκια, λίμες, τανάλιες καλαπόδια, που έβαζε μέσα στο παπούτσι. Δεν υπήρχαν τότε κόλες και μηχανές. Εκεί, σκυμμένος πάνω από τον πάγκο του, δούλευε ώρες ατελείωτες φορώντας τη δερμάτινη ποδιά του. Στις μεγάλες πόλεις υπήρχαν μεγάλα τσαγκαράδικα, όπου δούλευαν πολλοί τσαγκάρηδες, μαζί με καλφάδες και τσιράκια. Δέχονταν μεγάλες παραγγελίες και δούλευαν ασταμάτητα. Ένα ζευγάρι παπούτσια κόστιζαν σχεδόν μια χρυσή λίρα και για να φτιαχτούν χρειάζονταν 2-3 ημέρες δουλειά. Τα τσιράκια, που έκαναν βοηθητικές δουλειές, δούλευαν χωρίς αμοιβή. Έπαιρναν όμως από τους πελάτες φιλοδωρήματα, ενώ οι καλφάδες έπαιρναν ένα μικρό μεροκάματο. Η κατασκευή τους ήταν εξ ολοκλήρου χειροποίητη. Ο τσαγκάρης αγόραζε δύο ειδών δέρματα, τα ψιλά που τα χρησιμοποιούσε για το πάνω μέρος του παπουτσιού και τα χοντρά, για τις σόλες. Όταν ερχόταν ο πελάτης για να παραγγείλει παπούτσια, τον έβαζε ο τσαγκάρης να πατήσει πάνω σ’ ένα χοντρό πετσί και μ’ ένα μολύβι ζωγράφιζε το πέλμα του.

Τοκιστής ή Σουλατσαδόρος: …αυτός που δανείζει χρήματα με τόκο. Όταν δεν υπήρχαν οργανωμένες Τράπεζες και άλλα πιστωτικά ιδρύματα υπήρχαν οι δανειστές χρημάτων, που σύναπταν ιδιωτικές συμφωνίες με πολίτες που είχαν ανάγκη. Η επιστροφή των χρημάτων γίνονταν με σημαντική επιβάρυνση (τόκο) για εκείνον που χρωστούσε και πολλές φορές με ανταλλαγή γης ή άλλων περιουσιακών στοιχείων, αφού όσοι δανείζονταν έβαζαν ενέχυρο το μαγαζί, το σπίτι, το χωράφι ή κάποιο ζώο τους.

Τουλουμτζήδες: …είναι οι κατασκευαστές δερμάτινων ασκών (τουλουμιών) , τα οποία χρησιμοποιούνταν ως δοχεία για τη μεταφορά και τη φύλαξη λαδιού ή κρασιού, καθώς και για την παρασκευή και ωρίμανση του τουλουμίσιου τυριού. Με την ίδια διαδικασία κατασκευάζονταν και οι γκάιντες, για τις οποίες χρησιμοποιούσαν (σχεδόν) αποκλειστικά δέρμα κατσίκας, ενώ τις κατασκεύαζαν (συνήθως) οι ίδιοι οι οργανοπαίκτες. Για την κατασκευή των ασκών χρησιμοποιούσαν κυρίως δορά προβάτου ή κατσίκας. Η διαδικασία για την κατασκευή του τουλουμιού περνάει από πέντε φάσεις: το αλάτισμα, το κούρεμα, το πλύσιμο, το μπάλωμα (αν χρειαζόταν), το ράψιμο και το δέσιμο και τελικά το κλείσιμο του ασκού ανάλογα με τη χρήση του (δοχείο ή «σάκος» τουλουμοτυριού).

Τσαρουχάς: Το τσαρούχι είναι ένα ελαφρό δερμάτινο υπόδημα που φορούσαν οι χωρικοί στην ηπειρωτική Ελλάδα , τα Βαλκάνια και την Τουρκία μέχρι τις αρχές του 20 αι. Σήμερα φοριούνται στην Ελλάδα ως συμπλήρωμα της φουστανέλας .Είναι χειροποίητα από σκληρό κόκκινο δέρμα. Το κόκκινο χρώμα συμβολίζει το αίμα, το μαύρο το πένθος. Τα τσαρούχια αποτελούν σύμβολο της εθνικής εξέγερσης του 1821. Πλέον έχουν απομείνει λίγοι τεχνίτες, συγκεκριμένα δύο, που φτιάχνουν τα αυθεντικά τσαρούχια της Προεδρικής φρουράς. Είναι μια απαιτητική εργασία.

Τσοπάνης - Κτηνοτρόφος: Οι κτηνοτρόφοι είχαν μεγάλα κοπάδια από πρόβατα, από τα οποία αξιοποιούσαν το κρέας, το γάλα για την παραγωγή τυριών και γιαουρτιών, καθώς και το μαλλί που το απορροφούσε παλιότερα η τοπική οικοτεχνία και υφαντουργία. Σήμερα το μαλλί έχει χάσει την αξία του, ωστόσο η τυροκομία εξακολουθεί να ακμάζει. Κτηνοτρόφοι από τα χειμαδιά ανέβαιναν στα βουνά και πλήρωναν αντίτιμο σε χρήματα και είδος για να οδηγήσουν τα κοπάδια τους σε δημοτικά ή κοινοτικά βοσκοτόπια. Ήταν υποχρεωμένοι να βρίσκονται συνέχεια δίπλα στα κοπάδια τους και για το λόγο αυτό πολλοί μεγάλοι κτηνοτρόφοι απασχολούσαν και νεαρούς τσοπάνους, συνήθως μέλη της οικογένειάς τους, που φύλαγαν τα κοπάδια.

Τυροκόμος: Μετά το Πάσχα οι κτηνοτρόφοι σμίγανε τα κοπάδια και τα γαλομετρούσανε. Δηλαδή ανάλογα με τα πόσα πρόβατα ή γίδια είχε ο καθένας τους αντιστοιχούσε το γάλα που θα δούλευε ο καθένας με την σειρά του. Υπήρχαν 3-4 υπαίθρια τυροκομεία (μπατζιά) σε κάθε χωριό, όπου οι τυροκόμοι παρασκευάζανε το τυρί, το βούτυρο και το μπάτζιο. Όσες οικογένειες δεν θέλανε, δεν πηγαίνανε το γάλα στα μπατζιά, προτιμώντας να κάνουν δικό τους τυρί. Οι Σαρακατσάνοι έστηναν το μπατζαριό , το τυροκομειό και βουτυροκομειό στον καιρό με τα γάλατα (Δεκέμβρη μέχρι τα τέλη του Ιουλίου) κοντά στη στρούγκα. Τυροκομούσαν οι ίδιοι και αποθήκευαν τα τυριά στο μπατζαριό και τα πουλούσαν αργότερα. Πολλές φορές έρχονταν ειδικός τεχνίτης (μέσω ενός τυρέμπορου), ο «Μπάτζος», μαζί με τον βοηθό του για την τυροκόμιση.

Υαλοποιός: Το γυαλί ήταν γνωστό στους ανθρώπους από πολύ παλιά. Ο τεχνίτης μάζευε τον πολτό στην άκρη ενός σιδερένιου σωλήνα, το καλάμι. Τον τοποθετούσε σ’ ένα ειδικό τραπέζι, το μάρμαρο, και τον γύριζε έτσι ώστε να του δώσει σχήμα σφαίρας. Όταν το πετύχαινε αυτό, φυσούσε μέσα στο καλάμι με δύναμη. Η σφαίρα του γυαλιού φούσκωνε σαν μπάλα και έτσι μπορούσε να την πλάσει σε καράφα ή βάζο. Ο τεχνίτης την ώρα της δουλειάς φορούσε πέτσινη ποδιά για να μην καεί από το ζεστό υλικό. Τα εργαλεία του ήταν: φόρμες, ψαλίδια και πένσες.


Υλοτόμος: … ασχολούνταν με την υλοτομία. Όταν εργάζονταν κοντά σε ποτάμι, έκοβαν τους κορμούς και τους έσερναν με τα μουλάρια στο ποτάμι για να τους μεταφέρουν. Οι σαλτζήδες βοηθούσαν στην πλοήγηση των κορμών. Στο σημείο που έπρεπε να μεταφερθούν περίμεναν εργάτες που τους έβγαζαν στη στεριά, τους φόρτωναν σε κάρα και τους μετέφερναν σε ξυλουργικά εργοστάσια.

Φαροφύλακας: …ήταν υπεύθυνος για τη λειτουργία των φάρων. Το «Σώμα των Φαροφυλάκων» προπολεμικά επάνδρωναν 468 άτομα, με στρατιωτική δομή λειτουργίας. Οι συνθήκες διαβίωσης δύσκολες και η συχνότητα επικοινωνίας με τον υπόλοιπο κόσμο υποτυπώδης. Οι φαροφύλακες ζούσαν στους φάρους αρχικά με την οικογένειά τους, και μετά την οργάνωση της Υπηρεσίας Φάρων, έμεναν στο κτήριο ανά τρεις ή τέσσερις εκτελώντας βάρδιες. Όταν είχε κακοκαιρία έμεναν αποκλεισμένοι στο βράχο για μέρες . Η δουλειά του φαροφύλακα ήταν να ανάψει το φάρο και να τον κουρδίσει. Όταν οι φάροι λειτουργούσαν με πετρέλαιο, οι φαροφύλακες «φόρτωναν» κάθε 6 ώρες τους φάρους προκειμένου να λειτουργούν. Μετά το 1970 οι φάροι άρχισαν να γίνονται αυτόματοι και να λειτουργούν με ηλεκτρισμό και ασετιλίνη. Έτσι αποσύρθηκαν οι «παλιοί φαροφύλακες». Στις μέρες μας υπάρχουν ηλεκτρικοί και ηλιακοί φάροι. Υπάρχουν ακόμη κάποιοι φαροφύλακες σε ακριτικούς φάρους, όπως στους Οθωνούς.

Φούρναρης: Παλιά ,επειδή οι ιδιωτικοί φούρνοι ήταν λίγοι, οι περισσότερες γυναίκες ζύμωναν το ψωμί στο σπίτι (πολλές φορές την πίτα και το φαγητό) και το πήγαιναν για ψήσιμο στους φούρνους της γειτονιάς κυρίως μέσα σε ταψιά (ή πινακωτές). Οι ιδιοκτήτες των φούρνων ως καύσιμα, είχαν ξύλα και κλαδιά. Πληρώνονταν τα ψηστικά με το κομμάτι και πολλές φορές δοκίμαζαν και το φαγητό, για να δοκιμάσουν αν ψήθηκε όπως έλεγαν. Στα χωριά οι οικογένειες είχαν το δικό τους φούρνο, αφού αγοραστό ψωμί δεν υπήρχε και ήταν υποτιμητικό για την οικογένεια να τρώει αγοραστό ψωμί.

Φυστικάς: “ Ο φυστικάς… Στραγάλια, πασατέμπος, φυστίκια ζεστά, ζεστά ”. Ήταν ο αεικίνητος και ακούραστος μικροπωλητής της πλατείας, των γιορτών ή των εκδηλώσεων με τα σπόρια του. Κουβαλούσε το ξύλινο κασελάκι του και τον συναντούσαμε κυρίως στα δημόσια θεάματα. Με το ρακοπότηρο μετρούσε τα σπόρια που θα βάλει στο σακουλάκι του πελάτη. Πολλές φορές τον βρίσκαμε και σε πανηγύρια με μεγαλύτερη πραμάτεια ή στις γιορτές των εκκλησιών. Αργότερα έφτιαξε και καροτσάκι με βιτρίνα και την έστηνε κοντά στη βρύση της κεντρικής πλατείας. Το φθινόπωρο γίνονταν και καστανάς. Άλλος πάλι πουλούσε τα σπόρια του στο σινεμά.

Χαλκουργός: Μέχρι τα νεότερα χρόνια υπήρχαν σε πολλές πόλεις χαλκουργεία στα οποία κατασκεύαζαν είδη οικιακής χρήσης, εργαλεία και διακοσμητικά αντικείμενα.

Χανιτζής: Παλιότερα, υπήρχαν πολλά χάνια γιατί δεν υπήρχαν μεταφορικά μέσα για να κάνουν ένα ταξίδι σε σύντομο χρονικό διάστημα. Το μεταφορικό τους μέσο ήταν τα ζώα και το ταξίδι κρατούσε μέρες. Τα χάνια ήταν μικρά κτίσματα με μεγάλο υπόστεγο και πάγκους. Ο ταξιδιώτης αφού έτρωγε, κοιμόταν στρωματσάδα στο ξύλινο πάτωμα. Στο υπόστεγο έβαζαν τα ζώα που φρόντιζε ο χανιτζής. Η δουλειά του χανιτζή ήταν ευχάριστη καθώς έβλεπε κόσμο και διασκέδαζε τα βράδια μαζί με τους ταξιδιώτες συχνά με μουσικές κομπανίες.

Ψαθάδες: Μία παρεμφερής προς την καλαθοπλεκτική παραδοσιακή τέχνη ήταν η κατασκευή ψαθών. Οι ψαθάδες κατασκεύαζαν χειροποίητες ψάθες από "βούρλα", που τις χρησιμοποιούσαν στα καθιστικά δωμάτια, ιδιαίτερα στα σπίτια όπου το δάπεδο ήταν χωμάτινο. Τις χειροποίητες ψάθες, όπως και τα είδη καλαθοπλεκτικής μπορούσε να τα προμηθευτεί κανείς στις εμποροπανηγύρεις .

Δεν υπάρχουν σχόλια :