ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Από ένα απάτητο πλακάκι του πεπρωμένου, βρέθηκα στη διπλανή γειτονιά. Δύο στενά πιο κάτω έτρεξα ατέλειωτες φορές, μέχρι που η κούραση με` φερε στο σκαλοπάτι της εξώπορτας, λίγο πριν ή λίγο μετά τις φωνές των γωνιών. Είχα ξεμακρύνει το βήμα, ακολουθώντας τη φορά του πλήθους, σε δρόμους σα λόγχες βαλμένους στη σειρά. Ότι είχε απομείνει από τα καλοκαίρια του γιασεμιού και τους χειμώνες του μουχλιασμένου υφάσματος στον καναπέ, χωρούσε σε ένα μικρό κουτάκι σπίρτα. Ξύλινο, από τα παλιά. Ένα κλείσιμο των ματιών και είσαι ήδη μακριά – ένα άνοιγμα και στέκεσαι με το βλέμμα στη μεταλλική πινακίδα. Οδός Άρτης. Ένα σοκάκι που ίσα – ίσα χωρούσε να διαβείς. Το μπράτσο ακουμπούσε στον τοίχο και έμοιαζε να θέλει να σε κρατήσει εκεί. Όταν πέρασαν οι εποχές που οι δισταγμοί όριζαν τη θέληση, πήρα φόρα και βγήκα τρέχοντας στο δρόμο. Καθώς γύριζα πίσω, οι βαλίτσες έκρυβαν την είσοδο. Ήταν η μεγάλη έξοδος. Η φυγή και το κροτάλισμα του πλαστικού όπλου, ταρακουνούσαν για καιρό το νου. Το πεπρωμένο όμως και των πεπραγμένων το πέρασμα, φυγείν αδύνατον. Μόνο να ξεφύγεις του χρόνου στο κρυφτό σ` αφήνει, κι αυτό για όσο εκείνος κρίνει απαραίτητο. Μετά, …γλιστράς απαλά στην τσουλήθρα και πέφτεις στο χορταριασμένο κοκκινόχωμα. Πολλά τσαλακωμένα Φθινοπωρινά φύλλα μετά, η βοή της μέλισσας εκείνης που πετάει και μαζεύει τη γύρη από τα λουλούδια της μνήμης, ήρθε ξανά να μου θυμίσει ότι το ταξίδι δεν τελειώνει ποτέ, αν δεν κατέβεις από το καράβι. Κι έτσι, ενώ οι κουρασμένοι μονόδρομοι σταμάτησαν να ξαποστάσουν λαχανιασμένοι, κι οι φωτεινοί σηματοδότες αναβόσβηναν πράσινο της ψιχάλας, το επόμενο άνοιγμα των ματιών είχε την όψη κάτι γνώριμου. Όχι μακρινού. Ούτε και απόλυτα οικείου. Ενός κοντινού κάστρου, ψηλότερου κατά δύο πατώματα, ξύλινα κι αυτά, αλλά δίχως το αποτύπωμα του ποδιού μου πάνω. Η φαρέτρα αδειάζει από λόγια… Πως καταφέρνουμε αλήθεια και επιστρέφουμε εκεί απ` όπου θέλαμε να φύγουμε, είναι ίσως μια ανεξερεύνητη περίπτωση κομματιού γης, από εκείνες που δεν ξαπλώσαμε ποτέ ανάσκελα, για να αγναντέψουμε τα χρώματα του μπλε. Έστω κι έτσι, μ` αυτό το ετεροχρονισμένο φτερούγισμα, κάτι πανέμορφο γυρνά στα κιβώτια μαζί μας. Κάτι από τη χροιά μιας φωνής που έσβησε, χαμένη στους ήχους των ραδιοφώνων, μπερδεμένη στους σταθμούς. Είναι μάλλον το κάλεσμα, σε μια παρτίδα σκάκι που έμεινε στη μέση, ή στην αφήγηση εκείνου του παραμυθιού…
gkosk
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου